News Ticker

“To παιδί και το ποδήλατο” την Τετάρτη 23/11 στο ΤΥΠΕΤ από το Cine-Δράση

Τετάρτη 23Νοεμβρίου 2016, στο ΤΥΠΕΤ «Το Παιδί με το Ποδήλατο» (Le Gamin au Velo) από το Cine-Δράση στις 20:15.

Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, 2011. Σενάριο-Σκηνοθεσία: JeanPierre Dardenne, Luc Dardenne. Πρωταγωνιστούν: Thomas Doret,
Cecile De France,  Jeremie Renier, Fabrizio Rongione, Egon Di Mateo.

Μια ταινία απλή και συγκλονιστική για τον τρόπο που τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, μέσα στη σύγχρονη, ραγδαία μεταβαλλόμενη και εξαιρετικά σκληρή πραγματικότητα, επιδρούν καταλυτικά στον πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων, τις αποδιαρθρώνουν και διαλύουν τους οικογενειακούς δεσμούς. Ένα φιλμ που με συναίσθημα, ανθρωπιά και κυρίως αισιοδοξία για τη συντροφικότητα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο ατομικισμός, πραγματεύεται ερωτήματα όπως η οικογενειακή γαλήνη, η αναζήτηση της αγάπης, η μεταμόρφωση του κόσμου μέσα από την δύναμη της θέλησης, η ανάγκη για εμπιστοσύνη και τα ταμπού που ρυθμίζουν υποκριτικά τις ανθρώπινες σχέσεις.

Τρεις ανθρώπινες φιγούρες συναντώνται σε αυτή την ιστορία. Ένα πατέρας ανώριμος και απερίσκεπτος, που μοιάζει να μην έχει συναισθήματα, μια γυναίκα που επιβεβαιώνει ότι πάντα υπάρχει κάποιος που δίνει αγάπη στον καθέναν μας, ακόμα και όταν δεν είμαστε έτοιμοι ή αρνούμαστε να την εισπράξουμε και ένα παιδί που ψάχνει παντού και με κάθε τρόπο να βρει την φροντίδα, την παρέα και το ενδιαφέρον που στερείται. Ο δωδεκάχρονος Σιρίλ μεγαλώνει με τη γιαγιά και τον πατέρα του σε μια οικογένεια από την οποία απουσιάζει η μητέρα. Μετά το θάνατο της γιαγιάς, ο γονιός αδυνατώντας να ανταπεξέλθει οικονομικά, αλλά και να ανταποκριθεί στην ευθύνη της ανατροφής του, ευθύνη που άλλωστε ποτέ δεν ανέλαβε, τον βάζει «προσωρινά» εσωτερικό σε σχολείο της πρόνοιας, από το οποίο μένει εκτός μόνο τα Σαββατοκύριακα. Στη συνέχεια ο πατέρας, στερούμενος κάθε ίχνους πατρικού ενστίκτου, κάνει τα πάντα για να πετάξει από πάνω του τη θηλιά του παιδιού αυτού που θεωρεί λάθος των νεανικών του χρόνων. Σιγά-σιγά, μάλιστα απομακρύνεται από τη ζωή του, προσπαθώντας να χτίσει μια καινούρια δική του. Το παιδί αρνείται να πιστέψει τα σημάδια που πιστοποιούν το ολοφάνερο γεγονός της εγκατάλειψης και ζει με το όνειρο να τον ξαναβρεί και να ξανανεβεί στο ποδήλατό του, που εκείνος έχει κρατήσει. Σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να το πετύχει: το σκάει από το σχολείο, βρίσκει άδειο το πατρικό διαμέρισμα και συνεχίζει την μάταιη αναζήτηση στα στέκια του, ώσπου βλέπει σε μια γειτονική βιτρίνα το ποδήλατο με πωλητήριο γραμμένο από το χέρι του πατέρα. Τότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και απογοητεύεται. Με όσο κουράγιο του μένει συνεχίζει να τον ψάχνει και όταν κάποτε τον βρει θα επιμείνει, παρά την πατρική άρνηση, να συναντηθούν για να μάθει τα κίνητρά του αλλά θα ακούσει τον πατέρα να εξομολογείται ότι δεν θέλει πλέον να τον βλέπει. Εισπράττοντας την πλήρη απόρριψη από αυτόν που θα έπρεπε να του προσφέρει ανυπόκριτη αγάπη και αφοσίωση ο Σιρίλ κλονίζεται, παρουσιάζει έλλειψη ενδιαφέροντος, αδυναμία συνεννόησης, τάσεις φυγής και δείγματα αλλοπρόσαλλης ή βίαιης συμπεριφοράς, ιδίως όταν θεωρεί πως οι «ρεαλιστές» ενήλικες επεμβαίνουν και καταστρέφουν το δικαίωμα του να ονειρεύεται. Γίνεται μέλος μιας συμμορίας εφήβων στους οποίους βρίσκει τη φιλία και καλύπτει την ανάγκη του να ανήκει κάπου. Μαζί τους κάνει διάφορες παρανομίες. Ληστεύει με βίαιο τρόπο έναν άνδρα και το μεγάλο χρηματικό ποσό που αποσπά παράνομα, το προσφέρει στον πατέρα που ξέρει ότι το χρειάζεται. Αυτός, ανίκανος να αντιληφθεί τη σημασία της γενναιόδωρης πράξης του παιδιού, αρνείται τα χρήματα και ασυγκίνητος τον διώχνει με άσχημο τρόπο. Με αυτό το τελειωτικό χτύπημα ο Σιρίλ αντιλαμβάνεται ότι με τίποτα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πατρική αποδοχή.

Μόνη φωτεινή πλευρά στη ζωή του νεαρού, όλο αυτό το διάστημα, είναι η τρυφερή Σαμάνθα, μια ιδιοκτήτρια κομμωτηρίου που έχει συναντήσει τυχαία και η οποία τον συμπαθεί και συμφωνεί να τον φιλοξενεί τα Σαββατοκύριακα σπίτι της, ώστε να έχει την δυνατότητα να συγκεντρώνεται και να αναζητά τον πατέρα του. Μαζί με τις γενναίες, παράτολμες και θαυμαστές μάχες του δωδεκάχρονου να αποκρούσει τον προσχεδιασμένο κοινωνικό εξοστρακισμό, παρακολουθούμε την επίμονη και έντονη προσπάθεια της γυναίκας να μοιραστεί μαζί του την αγάπη και τη θαλπωρή που κρύβει στην καρδιά της, να κάμψει τις αντιστάσεις του και να το κάνει να αναγνωρίσει πως τελικά τα πράγματα δεν είναι τόσο σκληρά όσο φαίνονται και ότι είναι καλύτερα να αγωνιζόμαστε για κάτι απτό κι εφικτό, παρά για τις ψευδαισθήσεις μας. Η Σαμάνθα είναι εκείνη, που χωρίς να έχει κάποια συγγένεια μαζί του, τον καταλαβαίνει, τον φροντίζει, τον παρηγορεί, τον στηρίζει ή απλά περνάει χρόνο μαζί του κάνοντας όμορφα πράγματα όπως μια βόλτα με το ποδήλατο ή ένα πικνίκ στην εξοχή. Είναι εκείνη που διεκπεραιώνει τις δοσοληψίες του με την αστυνομία και τελικά κατακτά την εμπιστοσύνη του, τον βγάζει από τη βία που τον κρατά δέσμιο, καταπραΰνει τα νεύρα που τον κάνουν ράκος και τον μετατρέπει σε έναν άλλο, καινούριο άνθρωπο. Ο Σιρίλ αν και αρχικά αντιστέκεται σε μια αγάπη ξένη και μη αναγνωρίσιμη, θα βρει στην πορεία στο πρόσωπο της Σαμάνθα την πατρική φιγούρα που χρειάζεται και ψάχνει απεγνωσμένα και θα νοιώσει την αγάπη που του προσφέρει να απλώνεται ως δίχτυ ασφαλείας γύρω από τη δύσκολη ζωή του. Μέσα από αυτές τις δοκιμασίες θα ενηλικιωθεί απότομα και εκβιαστικά, τη στιγμή που οι ενήλικες γύρω του αδυνατούν να μεγαλώσουν και να αντιμετωπίσουν τις ευθύνες που φέρνει μαζί της η ενηλικίωση.

Με το γνωστό κινηματογραφικό τους στυλ, που συνδυάζει αβίαστα την αγριότητα της καθημερινότητας με την αισιοδοξία και τον βαθύ ανθρωπισμό και λυτρώνει τις ψυχές των θεατών και των ηρώων τους, οι αδελφοί JeanPierre και Luc Dardenne, δύο φορές ήδη βραβευμένοι με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών για τη «Ροζέτα» και το «Παιδί» (που το Cine-Δράση έχει προβάλει) φτιάχνουν μια ακόμα εξαιρετική ταινία και κατακτούν, το 2011, το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο ίδιο Φεστιβάλ, εξ ημισείας με το «Κάποτε στην Ανατολία» του Τούρκου Nuri Bilge Ceylan. Ενορχηστρωμένο και απλό σενάριο, αφαιρετική δομή, σύντομη διάρκεια (μόνον 80΄) λιτή και σφιχτή σκηνοθεσία, ρεαλισμός, βαθύς συναισθηματισμός, καθαρή ματιά γεμάτη νοήματα, είναι οι αρετές του φιλμ. Ο Τhomas Doret ζωγραφίζει στο ρόλο του εγκαταλελειμμένου από τον πατέρα παιδιού. Η υπερδραστήρια παρουσία του και η απίστευτη εκφραστικότητά του (ο θυμός, η απογοήτευση, η ελπίδα εναλλάσσονται εκφραστικά στο πρόσωπό του αστραπιαία), κάνουν την ερμηνεία του αξιομνημόνευτη και ανεβάζουν κατακόρυφα την ποιότητα της ταινίας. Ο μητρικός ρόλος ταιριάζει απόλυτα στην Γαλλίδα Cecile de France, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ερμηνεία της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Παράλληλα οι δυνατές ερμηνείες των υπόλοιπων χαρακτήρων απογειώνουν την ταινία και καθηλώνουν τον θεατή φέρνοντας τον αντιμέτωπο με τις δικές του αναζητήσεις και ανησυχίες .