Το κυκλοφοριακό επιμένει, παρά την κρίση
Σχεδόν ανεξήγητη χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά των οδηγών στους δρόμους της πρωτεύουσας, οι οποίοι παρά την οικονομική συγκυρία, την άνοδο της τιμής των καυσίμων και τα νέα βάρη που έφερε μαζί του το 2017, εξακολουθούν να περνούν πολλές ώρες πίσω από το τιμόνι. Η επανεμφάνιση της κυκλοφοριακής συμφόρησης έχει προκαλέσει ποικίλα ερωτήματα, με τους συγκοινωνιολόγους να δηλώνουν προβληματισμένοι. Μπορεί η αύξηση της ανεργίας και η μείωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων να οδήγησαν εκτός δρόμου αρκετά αυτοκίνητα από το 2013 και μετά, η περυσινή όμως χρονιά φαίνεται ότι σε επίπεδο κινητικότητας επεφύλασσε κάτι διαφορετικό. Η μείωση του κυκλοφοριακού φόρτου ήταν ενδεχομένως το μόνο καλό που αποδόθηκε στην οικονομική κρίση τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο, παρότι η συγκυρία κάθε άλλο παρά έχει βελτιωθεί, η κίνηση στις κεντρικές αρτηρίες της πόλης εμφανίζει επιδείνωση.
Πέραν του χαμηλού επιπέδου της συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης των μέσων μαζικής μεταφοράς, υπάρχει ακόμη ένα στοιχείο το οποίο φαίνεται ότι τροφοδοτεί τα μποτιλιαρίσματα. Πρόκειται για το «πάγωμα» της πληροφόρησης που παρέχει το Κέντρο Διαχείρισης Κυκλοφορίας. Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια (από τον Μάρτιο του 2015) οι φωτεινές επιγραφές μεταβλητών μηνυμάτων είναι εκτός λειτουργίας. Οι οδηγοί δεν έχουν πρόσβαση στην ενημέρωση που παρείχαν έως τότε οι πινακίδες για έκτακτα περιστατικά ή κυκλοφοριακά προβλήματα. Ετσι δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν εναλλακτικές διαδρομές προκειμένου να αποφύγουν την κίνηση και παραμένουν καθηλωμένοι πίσω από το τιμόνι, «φορτώνοντας» τους επιβαρυμένους οδικούς άξονες.
Οι 24 Πινακίδες Μεταβλητών Μηνυμάτων (ΠΜΜ) που διαθέτει το Κέντρο Διαχείρισης Κυκλοφορίας μετέδιδαν στους οδηγούς, σε πραγματικό χρόνο, πληροφορίες σχετικά με τις κυκλοφοριακές συνθήκες. Στόχος ήταν η έγκαιρη και ασφαλής αντίδρασή τους στο μποτιλιάρισμα. Οι πινακίδες υπήρξαν ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο διαχείρισης κυκλοφορίας, καθώς εκτός από την ενημέρωση για μποτιλιαρίσματα, παρείχαν πληροφορίες για χρόνους διαδρομών και μηνύματα προειδοποίησης ατυχημάτων, έντονων καιρικών φαινομένων (π.χ. πλημμυρισμένο οδικό δίκτυο), αλλά ακόμα και ειδοποιήσεις για εξαφανισμένα πρόσωπα (amber alert).
Η μη λειτουργία του Κέντρου Διαχείρισης Κυκλοφορίας δεν επιτρέπει και τη λήψη αξιόπιστων μετρήσεων όσον αφορά την κυκλοφοριακή εικόνα της πρωτεύουσας, ωστόσο η επιδείνωση είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού, εξηγούν οι συγκοινωνιολόγοι. Πλέον, οι ώρες αιχμής έχουν επιστρέψει στη ζωή της πρωτεύουσας, μετατρέποντας τη μετακίνηση, τα συγκεκριμένα διαστήματα, σε ένα μαρτύριο. Η λεωφόρος Κηφισίας, η Αλεξάνδρας, η Μεσογείων, ο Κηφισός, η Ιερά Οδός αλλά και η παραλιακή λεωφόρος έχουν γίνει απροσπέλαστες το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.
Αγώνας δρόμου
Η καθημερινότητα των πολιτών έχει μετατραπεί σε έναν ατελείωτο αγώνα δρόμου αποφυγής της κίνησης, χωρίς όμως να έχουν στα χέρια τους τις απαιτούμενες πληροφορίες. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι οι Ελληνες οδηγοί περνούν συνολικά 39 ώρες ετησίως μποτιλιαρισμένοι στους δρόμους με τον μέσο Ευρωπαίο να ζει την ίδια εμπειρία για 29,5 ώρες, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι Ελληνες μάλιστα καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση μετά τους Αγγλους, οι οποίοι επίσης φημίζονται για τα ασφυκτικά μποτιλιαρίσματα του Λονδίνου.
Ενδεικτικό της νοοτροπίας των οδηγών είναι ότι παρά τις οικονομικές δυσκολίες το car sharing, που θα μπορούσε να αποτελέσει λύση στο έντονο κυκλοφοριακό της πόλης, δεν φαίνεται να είναι στις προτιμήσεις τους. Η πλειονότητα των οδηγών (74%) δήλωσε (σε έρευνα της Lease Plan Hellas που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την TNS ICAP) ότι δεν αισθάνεται άνετα με την προοπτική τού να μοιράζεται το αυτοκίνητό του με αγνώστους ακόμη και εάν αυτό οδηγούσε σε σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων. Μόλις το 17% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το αντιμετωπίζει ως μια «ενδιαφέρουσα» προοπτική.
Την ίδια στιγμή, οι Ελληνες δηλώνουν ότι το Ι.Χ. τους είναι πιο σημαντικό από το κινητό τους σε ποσοστό 54%. Παράλληλα, το αυτοκίνητο αποτελεί το κυρίαρχο μέσο μεταφοράς για το 80% των ερωτηθέντων. Το ποσοστό αν και υψηλό, είναι περιορισμένο σε σχέση με λίγα χρόνια νωρίτερα, οπότε άγγιζε το 93%.
Πηγή: Kathimerini.gr