Καταδίκη Aργύρη Ντινόπουλου για συκοφαντική δυσφήμιση της Ρένας Δούρου!
Ένοχο για συκοφαντική δυσφήμιση της Ρένας Δούρου έκρινε το Εφετείο Αθηνών τον πρωήν δήμαρχο Βριλησσίων Αργύρη Ντινόπουλο.
“Παρότι μάχιμος δημοσιογράφος, προσχώρησε εσκεμμένα, σε αναπαραγωγή, εις γνώση του, συκοφαντικών ισχυρισμών κατά της Ρένας Δούρου, με σκοπό να την βλάψει, πολιτικά, ηθικά, προσωπικά αλλά και επαγγελματικά”, αποφάσισε τελεσίδικα το Εφετείο Αθηνών, για τον Αργύρη Ντινόπουλο.
Το Εφετείο με την υπ’ αριθμ. 485/2017 απόφασή του δικαιώνει ξανά τη Δούρου, που είχε στραφεί κατά του πρώην βουλευτή και υπουργού, Α. Ντινόπουλου, όταν ο τελευταίος σε τηλεοπτική εκπομπή στις 14 Μαρτίου 2014, αναφέρθηκε επανειλημμένα σε δήθεν σχέση της ως «συμβούλου του Άκη Τσοχατζόπουλου», χαρακτηρίζοντάς την «κρατικοδίαιτη», «παρακολούθημα του ΠΑΣΟΚ», «γνήσια εκπρόσωπο της κυρίαρχης αριστεράς του χαβιαριού».
Η απόφαση του Εφετείου είναι καταπέλτης σε βάρος του Ντινόπουλου, καθώς «ο χρόνος κατά τον οποίο συνέπεσε η απασχόληση της ενάγουσας με βάση τις άνω συμβάσεις με τη θητεία του Ακη Τσοχατζόπουλου ως υπουργού, είναι αυτός των δύο μηνών προ του τερματισμού της θητείας του τελευταίου στις 24/10/2001, γεγονός που αναγκαίως σημαίνει ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του άνω υπουργού είχε ήδη ολοκληρωθεί χωρίς τη μεσολάβηση οιουδήποτε συμβουλευτικών χειρισμών εκ μέρους της ενάγουσας, όπως εμμέσως πλην σαφώς υπονόησε ο εναγόμενος».
Παράλληλα η απόφαση υπογραμμίζει ότι ο κ. Ντινόπουλος «έχοντας και την ιδιότητα του μάχιμου δημοσιογράφου επί μακρό χρονικό διάστημα (…) είχε πλήρη γνώση της αναλήθειας των άνω ισχυρισμών του, καθόσον η ενάγουσα επανειλημμένως από το 2012 και εντεύθεν, και επ’ αφορμή δημοσιευμάτων σε αθηναϊκές εφημερίδες που την παρουσίαζαν ως επιμελώς αποκρύπτουσα τη συνεργασία της με το «Ινστιτούτο το Άκη», επανειλημμένως και με πληθώρα δημοσιευμάτων είχε διαψεύσει τα δημοσιεύματα και είχε αναφέρει ότι συμμετείχε για χρονικό διάστημα διετίας περίπου (2001 – 2003) ως πολιτική αναλύτρια με την ευθύνη εκπόνησης εργασιών στο ΙΑΑ χωρίς ουδεμία συμμετοχή (συμβουλευτική ή άλλη) στις νόμιμες αλλά και επιλήψιμες δραστηριότητες του εν λόγω υπουργού (…). Πολύ περισσότερο αφού, καλώς γνώριζε, ότι ουδέποτε το όνομα της ενάγουσας δεν συνδέθηκε με οποιαδήποτε ποινικώς αξιόλογη πράξη κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα του καταλογίζει δόλο: «Ενδεικτικό δε στοιχείο του δόλου του εναγομένου υπήρξε η επιμονή στους επίδικους ισχυρισμούς του (…)»Τέλος το Εφετείο είναι σαφές για το είδος του αδικήματος: «αποδεικνύονται τα στοιχεία της αντικειμενική και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ώστε πρέπει ο λόγος έφεσης του εκκαλούντος με τον οποίο επαναφέρεται ο συναφής ισχυρισμός (ένσταση) του να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι από την αδικοπρακτική (παράνομη και υπαίτια) συμπεριφορά του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη καθόσον προσεβλήθη η προσωπικότητά της και τέθηκε σε αμφιβολία η ηθικής της υπόσταση στον κοινωνικό και επαγγελματικό της περίγυρο».