Φ. Αδαμίδη: “Λοιμοί και Καθαρμοί”
Γράφει η διδάκτωρ φιλολογίας και Δημοτική Σύμβουλος Βριλησσίων με την “Νέα Πνοή”, Φένια Αδαμίδη.
Λοιμοί και καθαρμοί
Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον λοιμό που χτύπησε την πολιορκημένη από τους Πελοποννήσιους Αθήνα το θέρος του 430 π.Χ. (2.47-52) δίνοντας με ιπποκρατική λεξιλόγιο τα συμπτώματα και την εξέλιξη της νόσου αλλά και την ηθική και κοινωνική διάλυση που προκάλεσε στους Αθηναίους ο φόβος απέναντι στον αναπόφευκτο θάνατο. Οι άνθρωποι πέθαιναν είτε από εγκατάλειψη είτε επειδή μολύνονταν ακόμη και οι γιατροί που τους πλησίαζαν για να τους βοηθήσουν είτε γιατί απελπίζονταν και αφήνονταν στην τύχη. Ο ιστορικός στη συνέχεια επισημαίνει ότι οι Αθηναίοι παραιτήθηκαν από κάθε ευγενή σκοπό και επιδίδονταν μόνο στις άμεσες ηδονές μη γνωρίζοντας αν θα ζήσουν την επομένη. Κάθε νόμος ανθρώπινος και θείος καταπατήθηκε. Ακόμη και τα ταφικά έθιμα παραβιάστηκαν, καθώς λόγω της πληθώρας των νεκρών, τους στοιβάζαν πάνω σε ξένες πυρές και έφευγαν.
Η περιγραφή του Θουκυδίδη αποτέλεσε πρότυπο ανάλογων περιγραφών στη λατινική και μεταγενέστερη λογοτεχνία. Ο Λουκρήτιος λ.χ. αξιοποιεί, αν και μεταποιημένη για τους δικούς του σκοπούς, την περιγραφή του Θουκυδίδη στο έκτο βιβλίο του φιλοσοφικού του έπους «Περί φύσεως», το οποίο τελειώνει με μια σκυθρωπή και ρεαλιστική περιγραφή του λοιμού της Αθήνας. Η ωμότητά της προβλημάτισε τους μελετητές του λατίνου ποιητή, ερμηνεύεται ωστόσο βάσει της επικούρειας φιλοσοφικής του θέσης ότι ο φόβος του θάνατου και η εκμετάλλευση αυτού του φόβου από την εκκλησία προκαλεί στις κοινωνίες όλα τα δεινά, συνιστά δηλ. μια κοινωνική «νόσο» που πυροδοτεί την απληστία, την ύβρι και την αδικία.
Ο Βοκκάκιος στο «Δεκαήμερο» που έχει ως φόντο τη φοβερή πανώλη του 1348 η οποία εξολόθρευσε τη φλωρεντία και εν γένει την Ευρώπη της εποχής, ξεκινά το έργο του με μια λεπτομερειακή περιγραφή της ασθένειας. Εντούτοις, μέσα στη φρίκη που σκορπά, μια lieta brigata, μια παρέα από νεαρές και νεαρούς ευγενείς, αποφασίζει να φύγει στην εξοχή μακριά από όλες τις φριχτές εικόνες και την απελπισία του θάνατου και να διαβιώσει σε μια εξοχική έπαυλη, απολαμβάνοντας την ομορφιά της φύσης τραγουδώντας και ανταλλάσσοντας ηδονικές αφηγήσεις που λειτουργούν ως ένα είδος κάθαρσης, ψυχολογικής ίασης.
Στις 9 Μαρτίου του 1789 ενσκήπτει στην Αθήνα φοβερός λοιμός τον οποίο περιγράφει αριστοτεχνικά στην «ιστορία νέα των εν Αθήναις συμβεβηκότων» ο Ιωάννης Μπενιζέλος, ακολουθώντας σε πολλά σημεία τα χνάρια του Θουκυδίδη, περιγράφοντας τον αντίκτυπο της ασθένειας στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά των αποδεκατισμένων Αθηναίων. Τέτοια ήταν η εξάπλωσή της που δεν μπόρεσαν, όπως λέει, ούτε το Πάσχα να γιορτάσουν κανονικά: «το όποιον εωρτάσαμεν περίλυποι και περιδεείς διότι επήγαμεν εις την εκκλησίαν με μεγάλον φόβον του να πλησιάσωμεν ο ένας τον άλλον και χωρίς να κάνωμεν τον συνήθη ασπασμόν, το «Χριστός Ανέστη»».
Η κοινωνική, ηθική και ψυχολογική παθολογία των πανδημιών, όπως προκύπτει από την ιστορική και λογοτεχνική τους καταγραφή, είναι λίγο πολύ η ίδια, καθώς η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει και αντιδρά με τον ίδιο τρόπο απέναντι στον φόβο του θανάτου.
Η απελπισία, η αναλγησία, η καταπάτηση της νομιμότητας και η αποηθικοποίηση του ανθρώπου είναι συμπτώματα μιας παράπλευρης «νόσου» που ακολουθεί τις πανδημίες και μολύνει το «σώμα» της κοινωνίας.
Πέρα από την ίαση των σωμάτων που αναμένουμε, είναι απαραίτητη και η ίαση των ψυχών. Ας γίνουμε, λοιπόν, κι εμείς μια lieta brigata κι ας αναζητήσουμε την ψυχική μας θεραπεία στην τέχνη, που «δι’ ελέου και φόβου περαίνει την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Η ποίηση διαθέτει «φάρμακα» που κάνουμε «για λίγο να μη νιώθεται η πληγή», όπως λέει και ο Αλεξανδρινός.
Κι αν η φύση μάχεται τον αγώνα μας να μείνουμε έγκλειστοι στο οίκο μας, στο «μικρό μας αλωνάκι» σαν άλλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι», ας πολεμήσουμε τα ανοιξιάτικα μάγια της και ας θεραπεύσουμε την ψυχή μας με ποίηση που ασχολείται με τα καθολικά ζητήματα του ανθρώπου και όχι με τα καθέκαστα, κατά το αριστοτελικόν.
Η ποίηση του Σολωμού, όπως κάθε μεγάλη ποίηση, κάνει το εθνικό και το επιμέρους ιστορικό περιστατικό να συνδεθεί με το πανανθρώπινο, (με το «παγκόσμιο σύστημα», όπως αναφέρει ο ποιητής στους «Στοχασμούς» του) με την κοινή μοίρα των ανθρώπων απανταχού της γης, κάτι που τους τελευταίους μήνες αναγκαστήκαμε να διαπιστώσουμε μέσα από την «αγχίστροφον μεταβολή» του βίου μας. Αυτή την αίσθηση της κοινότητας ας επανακτήσουμε έστω και χειμαζόμενοι. Όταν τα δεινά παρέλθουν, θα τα αφηγούμαστε με ηδονή. Θα έχουν γίνει μια απολαυστική, ιαματική ιστορία.
Διονυσίου Σολωμού, Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β’
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,/ Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε./ Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,/Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,/ Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη./
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,/Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,/Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·/Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο./Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,/H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·/Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·/ Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.