COVID-19: Οι μαχητές του Σισμανογλείου
H πρώτη φάση της πανδημίας του κορωνοϊού στη χώρα μας ολοκληρώνεται με την άρση της καραντίνας. Ξεκίνησε με τα χειροκροτήματα από τα μπαλκόνια και τα λόγια για ήρωες με λευκές και πράσινες μπλούζες.
Δωδεκάωρες βάρδιες τουλάχιστον, διαλογή ασθενών μέσω “Triage”, μεταφορές, αναζήτηση θέσεων, συνεχείς αναγγελίες από τα μεγάφωνα: Είναι αυτό που βίωσαν και βιώνουν γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό σε πολλά νοσοκομεία του πλανήτη. «Μας κρατάει όρθιους η αδρεναλίνη», λένε οι γιατροί προσθέτοντας: «Πριν φύγουμε, πλενόματε από την «κορυφή μέχρι τα νύχια», ώστε να έχουμε την αίσθηση ότι αφαιρούμε τον ιό από πάνω μας».
Αρκετοί γιατροί απέφευγαν να πηγαίνουν σπίτι λόγω ανησυχιών ότι μπορεί να μεταφέρουν τον ιό στην οικογένεια και να κολλήσουν τους αγαπημένους τους. Δεδομένου ότι οι ασθενείς με COVID-19 ήταν απομονωμένοι και δεν μπορούσαν να δουν τους αγαπημένους τους, ήξεραν οι γιατροί και νοσηλευτές ότι ήταν οι μόνες επαφές τις οποίες μπορούσαν να έχουν. Γι’ αυτό προσπαθούσαν να κάνουν ουσιαστικές συζητήσεις μαζί τους, να πουν αστεία αλλά και να λύσουν κανένα σταυρόλεξο. Η πανδημία ανέτρεψε εντελώς την καθημερινότητα των γιατρών και όρισε μια νέα πραγματικότητα.
Όταν μίλησα με γιατρούς από το νοσοκομείο Σισμανόγλειο, κατάλαβα τη δυσκολία της κατάστασης και τον τεράστιο κόπο που έκαναν οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής. Αρχικά, ενημερώθηκα πως ακόμη κι αν το συγκεκριμένο νοσοκομείο δεν ήταν «νοσοκομείο αναφοράς», όπως μάθαμε να το λέμε, όμως υποδέχθηκε πολλά ύποπτα περιστατικά για covid και νοσήλευσε πάνω από 30 θετικούς ασθενείς στις δομές του.
«Το νοσοκομείο Σισμανόγλειο φέρει από το παρελθόν ένα πρόγραμμα σχεδιασμού και διαχείρισης μαζικών καταστροφών, το οποίο είναι πιστοποιημένο με ISO. Είναι ένα νοσοκομείο το οποίο υποδέχεται ετησίως 40.000 ασθενείς στα ΤΕΠ, έχοντας όλες τις ειδικότητες. Κι αυτό το νοσοκομείο κλήθηκε από τα μέσα Ιανουαρίου με την ομάδα μαζικών καταστροφών υπό την ευθύνη της συντονίστριας για τον Covid-19, κας. Λαδά, να οργανώσει και να επικαιροποιήσει ένα σχέδιο σχετικό με την πανδημία. Ολοκληρώσαμε το σχέδιο εκτάκτων αναγκών και όλες τις διαδικασίες που έπρεπε να γίνουν, για να είμαστε πλήρως προετοιμασμένοι. Κάναμε πολλές προετοιμασίες με έμφαση στον εξοπλισμό και τον κλιματισμό/εξαερισμό των ειδικών χώρων, εκπαιδεύσεις προσωπικού, προσομειώσεις και ασκήσεις. Αξιολογηθήκαμε από το ΚΕΠΥ ΕΚΑΒ και στελέχη του Υ.Υ.Κ.Α. Όπως και από την επιτροπή εμπειρογνωμώνων του Υπουργείου Υγείας, με τους καθηγητές, κ. Σύψα και την κα. Κουτσούκου, η οποία όσο αυστηρή κι αν ήταν, μας αξιόλογησε δίνοντας μας τα εύσημα και μας βοήθησε στο πώς να διαχειριστούμε τους ασθενείς στη φάση 1. Επισήμως το νοσοκομείο Σισμανόγλειο δεν ήταν νοσοκομείο αναφοράς, όμως κλήθηκε από το Υπουργείο Υγείας να υποστηρίξει κλινική pre-covid και κλινική που διαχειρίζεται τα θετικά περιστατικά covid. Το νοσοκομείο έπρεπε να κρατήσει τα χαρακτηριστικά του τριτοβάθμιου γενικού νοσοκομείου των εφημεριών που υπήρχαν στην Αθήνα. Δεν ήταν κάτι εύκολο διαχειριστικά. Γι’ αυτό και αναπτύξαμε και δύο εφημερίες ξεχωριστές, Ζώνη Υπόπτων – Ζώνη κλασικής εφημερίας με ξεχωριστή διαλογή», εξηγεί ο κ. Βασίλης Καλδής, Διευθυντής ΕΣΥ, επιστημονικά και διοικητικά Υπεύθυνος στο ΤΕΠ του Γ.Ν.Α Σισμανογλείου και υπεύθυνος συντονισμού COVID-19 στο τμήμα επειγόντων περιστατικών.
Αν και υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των νοσοκομείων που νοσήλευαν ασθενείς με διάφορα νοσήματα, κάποια τελικά κλήθηκαν να περιθάλψουν ασθενείς θετικούς στον κορωνοϊό. «Υπήρχαν τα νοσοκομεία τα οποία θα έπρεπε να έχουν την υποδομή, ώστε να προσέρχονται ασθενείς, διατηρώντας και την υπόλοιπη δράση τους, όπως ήταν το δικό μας νοσοκομείο. Δεν μπορούσαν, δηλαδή, να σταματήσουν κάποια τμήματα που ήταν πυλώνες του νοσοκομείου, γι’ αυτό και δεν έγιναν «νοσοκομεία αναφοράς». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να έχουν όλη την υποδομή, έτσι ώστε να υποδεχθούν ύποπτα περιστατικά. Σ’ εμάς πάρθηκε η απόφαση από τη διοίκηση να δημιουργηθεί ένα καινούργιο τμήμα, το οποίο θα νοσήλευε τους ασθενείς με covid.
Παράλληλα έπρεπε να γίνει εκπαίδευση όλου του προσωπικού για το πως υποδέχεται τους ασθενείς με κορωνοϊό. Αυτή η διαδικασία έγινε μαζί και με εμένα και όλοι έπρεπε να μάθουμε το πώς ντυνόμαστε, πώς ξεντυνόμαστε, πώς πλένουμε τα χέρια μας, πώς κινούμαστε στον χώρο, τι φοράμε και πού», τόνισε η κα. Λαδά Μαλβίνα, Παθολόγος- Λοιμωξιολόγος, Υπεύθυνη Μονάδας Ειδικών Λοιμώξεων (ΜΕΛ) και Γενική Συντονίστρια για τον Covid-19 στο νοσοκομείο Σισμανόγλειο.
Ακούγοντάς τους να μου μιλούν για όλα όσα έζησαν, το πρώτο πράγμα που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν αν ανησύχησαν κι αν φοβήθηκαν ποτέ, αν τελικά αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα. «Το κύριο μέλημά μας και ανησυχία μας ήταν να μπορέσουμε να εντοπίσουμε το πρώτο ύποπτο κρούσμα, να μην έχουμε διασπορά, να μη νοσήσει συνάδελφος ή συνεργάτης μας. Άρα το άγχος και η αγωνία μας ήταν στο πώς θα διαχειριστούμε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση, αν θα είμασταν επαρκώς εξοπλισμένοι και τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνουμε, όσοι βρισκόμασταν σε θέσεις ευθύνης. Η ιδιαίτερη ανησυχία μου ήταν ότι είχαν εκτεθεί πολλοί υγειονομικοί στο εξωτερικό, ενώ υπήρχε μεγάλη νοσηρότητα και θνητότητα. Στην Ιταλία υπήρχαν ήδη πάνω από 110 νεκροί γιατροί.
Μεγάλη μου ανησυχία ήταν να μην εκτεθεί το προσωπικό ειδικά των επειγόντων, το οποίο εκτέθηκε ουσιαστικά αλλά ευτυχώς δεν νόσησε. Όντας καλά εκπαιδευμένο με πολλές προσομειώσεις και πολλές ασκήσεις από την επιτροπή νοσοκομειακων λοιμώξεων (ΕΝΛ) και με τον εξοπλισμό που είχαμε στα χέρια μας, μπορέσαμε να διαχειριστούμε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Η αλήθεια είναι ότι βρεθήκαμε σ’ έναν μεγάλο κυκεώνα, όπως άλλωστε κι όλος ο κόσμος. Από την άλλη με προβλημάτιζε και με ανησυχούσε και το γεγονός να μην εκτεθεί και νοσήσει πέρα από το προσωπικό και η οικογένειά μου. Αναγκάστηκα να βρω κάποιον χώρο, να τον εξοπλίσω με τα απαραίτητα για να μπορέσω να μείνω σε περίπτωση που έπρεπε να μπω σε καραντίνα, καθώς και η σύζυγος υπηρετεί σε νοσοκομείο του ΕΣΥ ως γιατρός. Ένας από τους δύο δηλαδή αν έβγαινε θετικός, έπρεπε να μπει σε καραντίνα και να μεταβεί εκτός σπιτιού», υπογράμμισε ο κ. Καλδής.
«Όλη αυτή η μάχη δόθηκε με πάρα πολλές ώρες δουλειάς, αλλά με πολύ καλή συνεργασία της στενής ομάδας, αυτής που ορίστηκε από το Υπουργείο Υγείας. Και βέβαια όταν ξεκινάμε έχοντας απέναντί μας κάτι άγνωστο, είμαστε όλοι παγωμένοι, κολλημένοι στον τοίχο, θα έλεγα, για το τι μπορεί να αντιμετωπίσουμε. Δεν ξέραμε στην αρχή πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση. Αναρωτιόμασταν, δηλαδή, θα έχουμε 50 αρρώστους, θα έχουμε 150, θα έχουμε 1.000, πόσους θα έχουμε; Εμείς προετοιμαζόμασταν για το χειρότερο σενάριο και έπρεπε να μείνουμε δυνατοί ώστε να ανταπεξέλθουμε στις δύσκολες συνθήκες. Διαβάζαμε κάθε πληροφορία που βρίσκαμε σε βιβλιογραφία, ώστε να μη μας ξεφύγει κάτι. Δεν έπρεπε να μου ξεφύγει τίποτα, όντας και επιστημονικά υπεύθυνη για όλο το Σισμανόγλειο.
Όταν ήρθε το πρώτο ύποπτο περιστατικό στο Σισμανόγλειο, αν και ήμουν καθοδόν για το σπίτι, γύρισα, ντύθηκα και μπήκα να το δω πρώτη εγώ, που δεν εφημέρευα, για να δώσω το μήνυμα της ευθύνης που έχουμε όλοι. Ναι φοβόμασταν, ναι τρέμαμε στην ιδέα ότι μπορεί να αρρωστήσουμε είτε εμείς είτε οι δικοί μας άνθρωποι. Αλλά δεν ήταν λόγοι για να μη φροντίσουμε τους ασθενείς», εξομολογείται η κα. Λαδά.
Ως άνθρωποι της πρώτης γραμμής επιβαλλόταν να είναι συνέχεια παρόντες, ακόμη και δια τηλεφώνου και να ξεκουράζονται ελάχιστα, καθώς είχαν να διαχειριστούν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Έτσι, ελεύθερος χρόνος όλο αυτόν τον καιρό προφανώς και δεν υπήρξε. «…ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο θα έπρεπε να βρισκόμασταν στον χώρο εργασίας και η ευθύνη ήταν βαριά για όλους εμάς τους υπεύθυνους, τους συνεργάτες, είτε ήταν γιατροί είτε ήταν νοσηλευτές είτε τραυματιοφορείς ή το υπόλοιπο προσωπικό. Ούτως ή άλλως επίσημα άδειες δεν έχουμε πάρει ακόμη. Ιδιαίτερο πρόβλημα είχαμε όλοι με τις οικογένειές μας, πρόβλημα ζωτικής σημασίας. Και αυτό γιατί βρεθήκαμε πολλοί υγειονομικοί, γιατροί, νοσηλευτές να δουλεύουμε ταυτόχρονα, αν όχι στο ίδιο νοσοκομείο σε άλλα νοσοκομεία. Κι από τη στιγμή που είχαν κλείσει και τα σχολεία υπήρξαν πολλές δυσκολίες και πολλά προβλήματα. Ναι μεν προέβλεψε η πολιτεία άδειες ειδικού σκοπού και δοθήκαν εκεί που ήταν εφικτό, αλλά εμείς έπρεπε να είμασταν παρόντες», είπε ο κ. Καλδής.
«Στην αρχή όλη η ομάδα δούλευε για παραπάνω από 16 ώρες καθημερινά. Αυτό γινόταν ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό όταν και έπρεπε να λειτουργήσει η νοσηλευτική μονάδα. Όμως από τη μια, μπορεί η κούραση να ήταν αυξανόμενη, από την άλλη όταν βλέπαμε αυτή την προσπάθεια να υλοποιείται, να παίρνει σάρκα και οστά και να πραγματοποιείται το όραμα, αυτό μας γοήτευε. Ίσως μας απάλυνε λίγο και την κόπωση αλλά και τη συναισθηματική και ψυχική φόρτιση που δικαιολογημένα υπήρχε, αντιμετωπίζοντας το άγνωστο και δίνοντας μια μάχη να κερδίσει η ζωή και να χάσει ο θάνατος», τόνισε ο κ. Γιαβασόπουλος Ευάγγελος, Διευθυντής της Νοσηλευτική Υπηρεσίας και Προϊστάμενος της κλινικής Covid-19 στο Σισμανόγλειο.
Σημαντικό ρόλο σε όλη τη διαχείριση των περιστατικών είτε θετικών είτε αρνητικών έπαιζε η ψυχολογία. Γι’ αυτό και φρόντιζαν να εξηγούν τα πάντα, ενώ βρίσκονταν στο πλευρό των ασθενών τους, καθώς ήταν και οι μόνοι που μπορούσαν να έχουν επαφή. «Η διάγνωση δεν ήταν άμεση. Έπρεπε να δοθεί χρόνος και οι ασθενείς ενημερώνονταν ότι έπρεπε να περιμένουν κάποιες ώρες μέχρι να βγει η απάντηση. Στο μεταξύ τους φροντίζαμε, τους περιθάλπταμε και επικοινωνούσαμε συνεχώς μαζί τους.
Όλοι οι ασθενείς είχαν πρόσβαση στα κινητά μας και επειδή πολλοί από αυτούς είχαν τον φόβο του άγνωστου, έπρεπε να έχουν την άνεση να μπορούν να μας καλούν οποιαδήποτε στιγμή. Να ενημερωθούν ώστε να ενημερώσουν και τους δικούς τους ανθρώπους. Η τακτική που ακολούθησε το δικό μας νοσοκομείο είχε κι ένα κομμάτι που αφορούσε στην ψυχολογική υποστήριξή τους. Αφού περνούσε το 15ήμερο ακόμα κι αν ο ασθενής έβγαινε θετικός στον covid ξανά, τον στέλναμε σπίτι με τις απαραίτητες οδηγίες και την καθημερινή επικοινωνία και παρακολούθηση εκείνου και των οικείων του. Είναι πολύ βαρύ να είναι κάποιος μόνος μέσα στην αγωνία του σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου», ανέφερε η κα. Λαδά.
Πώς όμως κατάφεραν να διαχωρίσουν τη λογική από το συναίσθημα και να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους; Σύμφωνα με τον κο. Καλδή «θέλει διαύγεια, θέλει πειθαρχία και θέλει ταχύτητα στην κρίση, τουλάχιστον στο τμήμα επειγόντων περιστατικών. Γιατί όταν καλείσαι να διαχειριστείς ένα πλήθος ασθενών μαζί με τους συνοδούς τους, εκεί πρέπει να είσαι γιατρός αλλά πρέπει να είσαι και άνθρωπος».
«Αυτή είναι μια διαδικασία που την κάνουμε πάντα. Θα έλεγα όμως ότι δεν είναι κακό να κρατάς το συναίσθημα μαζί με τη λογική σου. Το συναίσθημα είναι αυτό που σε βοηθά να είσαι κοντά στον άρρωστο. Αν τον δεις ψυχρά σαν ένα περιστατικό και όχι σαν τον κύριο και την κυρία που ζει μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, τότε θα είσαι ψυχρός κι εσύ και δεν θα μπορείς να έρθεις κοντά στο πρόβλημά του.
Πρέπει να μπεις στη θέση του άλλου για να τον καταλάβεις, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τον δεις και συναισθηματικά. Η προσέγγιση πρέπει να είναι ανθρώπινη, να υπάρχει κατανόηση στον πόνο και την αγωνία του ασθενούς. Δεν σας κρύβω ότι πολλές φορές όταν έβλεπα την αγωνία τους, εγώ πίσω από τη μάσκα, δάκρυζα», ανέφερε η κα. Λαδά και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την αγωνία που βίωναν και οι ίδιοι.
Γι’ αυτό και υπήρξε ένα πρωτοφανές κύμα συμπαράστασης προς όλους τους υγειονομικούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Τέτοια μεγάλη υποστήριξη δεν είχα ξαναδεί. Graffiti στους δρόμους, σούπερ ήρωες και φυσικά χειροκροτήματα ανά τακτά χρονικά διαστήματα έδιναν χρώμα, ζωντάνια και δύναμη στις δύσκολες μέρες που βιώναμε. «Μας έδινε δύναμη! Δεν ήταν αυτό που κυρίως μας ένοιαζε εκείνες τις ώρες, αλλά μας έδινε δύναμη αυτό που έκανε ο κόσμος. Η συμπαράσταση όλων μέσα από τα χειροκροτήματα, τα σκίτσα, τις εκπομπές μας έδινε δύναμη να συνεχίσουμε. Και κάτι που δεν έχει ειπωθεί είναι το γεγονός ότι εσείς οι δημοσιογράφοι βοηθήσατε τον κόσμο να εμπιστευτεί τους ειδικούς και την επιστημονική κοινότητα. Κάνατε τον κόσμο να εμπιστευθεί τις οδηγίες των ειδικών και τώρα έχουμε αυτά τα αποτελέσματα σήμερα, λίγα κρούσματα σε σχέση με άλλες χώρες», είπε η κα. Λαδά.
«Η κοινωνία αυτή τη φορά κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης και όλο αυτόν τον καιρό εισπράξαμε περισσότερο χειροκρότημα, απ’ όσο θα έπρεπε να εισπράτταμε καθημερινά. Μας αισθάνονταν στο πλευρό τους και μας είδαν πραγματικά ως τους ήρωες με τις μάσκες. Μπορεί οι μάσκες να έκρυβαν τα πρόσωπά μας, όμως αναδείχθηκε ο βαρυσήμαντος ρόλος όλων των υγειονομικών και του συστήματος υγείας, που αποτελεί και τον πιο ακλόνητο πυλώνα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Εμείς προσπαθήσαμε να δείξουμε σε όλους ότι είμαστε εκεί, δίπλα τους, κοντά τους για να τους στηρίξουμε, να τους θεραπεύσουμε και να τους βοηθήσουμε να σταθούν όρθιοι. Έτσι παίρναμε ικανοποίηση και αντλούσαμε δύναμη να αντέχουμε τη σωματική κόπωση και την ψυχική και συναισθηματική υπερένταση, που δικαιολογημένα υπήρχε», πρόσθεσε ο κ. Γιαβασόπουλος.
Μετά τη λήξη της καραντίνας και της σταδιακής άρσης των περιοριστικών μέτρων, τα πράγματα σιγά σιγά μπαίνουν σε μια κανονικότητα, ίσως λίγο διαφορετική με αυτή που είχαμε συνηθίσει. Η επόμενη μέρα ξέρουμε όλοι ότι δεν θα είναι εύκολη, σίγουρα όμως θα είμαστε πιο δυνατοί, πιο συνεργάσιμοι και πιο υπεύθυνοι. «Κληθήκαμε να διαχειριστούμε μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι δεν βρεθήκαμε στον κυκεώνα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν άλλες χώρες. Δώσαμε χρόνο στο σύστημα. Ο χρόνος αυτός ήταν ωφέλιμος για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τυχόν δεύτερο ή τρίτο κύμα της πανδημίας. Θέλω να πιστεύω ότι θα είμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι, καλύτερα στελεχωμένοι και προετοιμασμένοι στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ώστε να ανταπεξέλθουμε ακόμα πιο γρήγορα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Καλδής.
«Σαφέστατα η ατομική προστασία, η λήψη μέτρων και ο εφοδιασμός έχει βελτιωθεί αισθητά. Τώρα πια που έχουν αυξηθεί και οι χορηγίες, έχει πλέον ενισχυθεί ο υγειονομικός εξοπλισμός. Ευελπιστούμε ότι και στο θέμα της στελέχωσης η πολιτεία έχοντας τη σωφροσύνη, τη σύνεση και την ικανότητα να διαζειρίζεται την παρούσα κρίση, θα μας ενισχύσει. Η επόμενη μέρα, πιστεύω ότι μας έχει ωριμάσει, μας έχει αναπτύξει το αίσθημα της συναδελφικότητας, του αλτρουϊσμού, της αλληλεγγύης. Φυσικά έχουμε ευαισθητοποιηθεί κι εμείς αλλά έχει αλλάξει πλέον και η γνώμη που έχει ο πολύς κόσμος για εμάς, τους επαγγελματίες υγείας. Κι αυτό φαίνεται τώρα που σιγά σιγά αίρονται τα μέτρα και έρχεται ο κόσμος να εξεταστεί για τα προσωπικά του προβλήματα υγείας, που είχαν αφήσει τόσο καιρό στην άκρη.
Ο τρόπος αυτών των ατόμων βλέπουμε ότι έχει αλλάξει, ο τρόπος που μας συμπεριφέρονται, ο τρόπος που μας μιλάνε, ο τρόπος που πλέον μας κοιτούν στα μάτια, ακόμη κι αν φοράμε αμφότεροι μάσκα. Μας σέβονται περισσότερο, είναι πιο υπομονετικοί, είναι πιο γλυκομίλητοι στον τρόπο που ζητούν πλέον να ικανοποιηθεί το οποιοδήποτε πρόβλημά τους. Ευελπιστώ, το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το οποίο όλοι οι επιστήμονες και λοιμωξιολόγοι σε διεθνές επίπεδο πιθανολογούν ότι θα έρθει το φθινόπωρο, να μας βρει σε μια ετοιμότητα. Έτσι ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε όπως και την πρώτη φορά. Αν και εγώ επειδή είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξο άτομο, πιστεύω ότι και τη δεύτερη φορά θα κερδίσουμε και αυτή τη μάχη και θα βγούμε ξανά νικητές. Γιατί επι της ουσίας μιλάμε για να κερδίσουμε ξανά τη μάχη και όχι τον πόλεμο, καθώς ο κορωνοϊός υπάρχει, λειτουργεί και μεταφέρεται αθόρυβα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Γιαβασόπουλος.
Η πρώτη μάχη έχει κερδηθεί σε έναν πόλεμο άνισο. Ο “αόρατος εχθρός”, όπως έχει πολλάκις χαρακτηριστεί ο Covid-19, δεν έχει εξοντωθεί. Οι μικρότερες μάχες που καλούμεστε όλοι να δώσουμε σε προσωπικό επίπεδο είναι κι εκείνες που θα κρίνουν το τελικό αποτέλεσμα. Το οφείλουμε για όσους θυσιάστηκαν και θυσιάζονται ακόμα, για όσους ρίσκαραν και συνεχίζουν να το κάνουν για εμένα, εσένα και για τον καθένα.