Γιατί να επιλέξω το φροντιστήριο από τα ιδιαίτερα;
Γράφει η Μαρία Μπουρτσουκλή, Ψυχολόγος – Καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας – Υπεύθυνη Κέντρου Σπουδών “Diploma”
Η εκμάθηση μια ξένης γλώσσας αποτέλει αναγκάιο εφόδιο για την επαγγελματική πορεία του κάθε ενήλικα, γι’ αυτό και οι γονείς επιλέγουν να ξεκινήσουν τα μαθήματα ξένων γλωσσών από την παιδική ηλικία. Τα «Αγγλικά» για παράδειγμα, είναι μια εξωσχολική δραστηριότητα που ξεκινούν όλοι οι μαθητές της Β’Δημοτικού, αν όχι και από μικρότερη ηλικία.
Το θέμα που προκύπτει είναι: Φροντιστήριο ή Ιδιαίτερα;
Πώς το παιδί θα μάθει καλύτερα να μιλά μια ξένη γλώσσα; Μέσα από το ιδιαίτερο ή μέσα στο τμήμα ενός φροντιστηρίου;
Αυτά τα ερωτήματα δημιουργούνται στους περισσότερους γονείς. Και η απάντηση τους πρόερχεται αξιολογώντας κάποιους παράγοντες που είναι διαφορετικοί σε κάθε παιδί.
Εξατομικευμένο μάθημα
Ένα από τα πλεονεκτήματα του ιδιαίτερου μαθήματος είναι πως υπάρχει εξατομικευμένη διδασκαλία. Κάτι που ωφελεί αν το παιδί έχει κλίση στις ξένες γλώσσες ή δυσχαιρένει την εξέλιξη του αν ο καθηγητής είναι άπειρος και δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις για να δώσει το ρυθμό που πρέπει στο μάθημα. Στο ιδιαίτερο υπάρχει ένας ρυθμός ανάλογα με το κατά πόσο το παιδί είναι επιμελές. Ο δάσκαλος αναγκάζεται να ακολουθήσει το ρυθμό αυτό, που όπως έχει αποδειχθεί τις περισσότερες φορές είναι πιο αργός από ότι θα ήταν σε μια τάξη φροντιστηρίου.
Πολλές φορές επιλέγουν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα οι μαθητές που βαριούνται να διαβάσουν ή που οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να πηγαινοφέρνουν τα παιδιά τους στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών.
Κατάρτιση και εμπειρία του εκπαιδευτικού
Ενας εκπαιδευτικός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει εμπειρία κάνοντας μόνο ιδιαίτερα μαθήματα, αλλά ούτε και ότι διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις επειδή κατέχει ένα πτυχίο επάρκειας. Δυστυχώς, το ιδιαίτερο έγινε η εύκολη διέξοδος για όσους διαθέτουν καλές γνώσεις της Αγγλικής, χωρίς όμως να είναι δάσκαλοι.
Δεν γνωρίζουν να σχεδιάσουν ένα μάθημα αποτελεσματικά.
Δεν γνωρίζουν τι μαθησιακούς στόχους να βάλουν τη σχολική χρονιά.
Δεν γνωρίζουν πώς να ενθαρρύνουν το παιδί στην άμεση αφομοίωση.
Δεν γνωρίζουν πώς να καλύψουν και να «δουλέψουν» τις μαθησιακές δυσκολίες του κάθε παιδιού.
Η τελική επιλογή ανήκει στον γονέα. Αναρωτηθείτε αν αξίζει να αρκεστείτε σε κάποιον που δεν διαθέτει εμπειρία ή είναι απλός γνώστης της γλώσσας από κάποιον που γνωρίζει πέρα από τη γλώσσα πώς να την μεταδώσει στα παιδιά, να τα κάνει να την αγαπήσουν και να την κάνουν δεύτερη γλώσσα τους παρέχοντας τη δυνατότητα να λάβουν και πιστοποιημένα πτυχία γλωσσομάθειας.