News Ticker

Αλέξης Σταμάτης: «Δυνητικά όλοι είναι συγγραφείς αρκεί να ανακαλύψουν την μοναδική τους φωνή»

Συνέντευξη στην Βίβιαν Μαργέλλου

Ο ταλαντούχος κύριος Αλέξης Σταμάτης. Συγγραφέας, ποιητής και σεναριογράφος. Με καταγωγή από τα Λαγκάδια Αρκαδίας, γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι ο μοναχογιός της ηθοποιού Μπέττυς Αρβανίτη και του αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη. Είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Εύα Σιμάτου και έχουν ένα γιό, 2 ετών, τον Ερμή. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Από το 1988 εργάστηκε ως αρχιτέκτων σε διάφορα έργα στην Ελλάδα και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Πολυβραβευμένος στην Ελλάδα και διεθνώς, διακρίθηκε και στο μυθιστόρημα και στην ποίηση. Το παιδικό του μυθιστόρημα Ο Άλκης και ο Λαβύρινθος κέρδισε το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου για το οποίο οι βραβεύσαντες είπαν ότι «αντιμετώπισε τα παιδιά επί ίσοις όροις», με αναφορά στην ηρωίδα ΑμεΑ.

Σήμερα, και τον ευχαριστούμε, μας αφιερώνει μία όμορφη, διαφορετική, αφήγηση. Η αναζήτηση τέλους του γνωστού βιβλίου του «Μπαρ Φλωμπέρ», που τον οδήγησε στα Λαγκάδια Αρκαδίας! Και η συγκινητική αναπάντεχη οικογενειακή ανακάλυψη..

«ΣΚΗΝΗ 1
Kυριακή απόγευμα, 26 Απριλίου 1998. Σ’ ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου στην Δεινοκράτους. Η Ελευθερία, καλή φίλη, έχει γενέθλια. Κλείνει τα 27 και κάνει μία μικρή συγκέντρωση στο σπίτι της. Είμαστε καμιά δεκαριά άτομα, όλοι γνωστοί μου, εκτός από έναν. Έχω περάσει μόνο για ένα μισάωρο να της δώσω ένα δωράκι, να πω δυο κουβέντες και να φύγω – έχω μία ανειλημμένη υποχρέωση. Ακούω την παρέα να συζητά. Το μυαλό μου όμως περί άλλων τυρβάζει. Εκείνη την εποχή έχω τελειώσει τα τέσσερα από τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου μου, του «Μπαρ Φλωμπέρ». Εχω φτάσει στην τελική, σημαντική σκηνή. Πρέπει να βρω ένα τόπο, ένα συγκεκριμένο μέρος, με ειδικά χαρακτηριστικά για αυτή την καίρια σκηνή. Κι έχω κολλήσει εδώ και καιρό. Το πρώτο ντραφτ του μυθιστορήματος δεν προχωρά με τίποτα.
Τα λόγια μου βγαίνουν από μόνα τους.. Η ομήγυρη στρέφει το βλέμμα πάνω μου. «Εδώ και δυο βδομάδες ψάχνω ένα μέρος. Ένα ορεινό χωριό στην Ελλάδα, έναν τόπο που πρέπει να είναι έτσι κι έτσι. Πρέπει να το βρω οπωσδήποτε, το βιβλίο μου πρέπει να τελειώσει σε αυτό το χωριό, εκεί όπου ο ήρωας ξεκαθαρίζει τα της καταγωγής του….»
Ακούω διάφορες προτάσεις για γνωστές τοποθεσίες. Καμία δεν μου κάνει κλικ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας ο μοναδικός άνθρωπος που δεν ξέρω από την παρέα κάθεται στην άκρη δεξιά του σαλονιού, αμίλητος. Είναι ένας χλωμός νεαρός με μακρύ πρόσωπο και ρωμαϊκή κατατομή που φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα γκρι παντελόνι, ο οποίος αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ήταν φίλος φίλου. Η Ελευθερία που το συζητήσαμε αργότερα δεν θυμόταν καν το όνομα του. Μόλις τέλειωσα τον παθιασμένο μου μονόλογο, ο νεαρός είπε αποφασιστικά. ‘Ξέρω πιο είναι το μέρος που ψάχνεις. Λέγεται Λαγκάδια και είναι στην Ορεινή Αρκαδία’ και μου το περιγράφει. Ένα φως αστράφτει μέσα μου ξαφνικά, η περιγραφή είναι σαν ένα διαφημιστικό τρέιλερ του τόπου που έψαχνα…


Τις επόμενες μέρες διαβάζω για τα Λαγκάδια και την Ορεινή Αρκαδία, κατεβάζω σελίδες από το Ίντερνετ, βλέπω φωτογραφίες, ρωτάω ανθρώπους που τα έχουν επισκεφθεί και τελικά πείθομαι απόλυτα πως αυτός πρέπει να είναι ο τόπος στον οποίο θα τελειώσω το βιβλίο. Ο τόπος όπου θα γίνει η συνάντηση του ήρωα με τον πατερα του. Ο τόπος όπου θα λυθεί οριστικά το θέμα της «καταγωγής» του. Η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μιας τυχαίας συνάντησης. Ε, και ! Όλα τα ωραία στη ζωή τυχαία δε γίνονται;


Τέλη Αυγούστου του 98 λοιπόν, το αποφασίζω. Παίρνω το λαπ τοπ και φεύγω προς Ορεινή Αρκαδία περνώντας διαδοχικά από τα χώρια Στεμνίτσα, Καρύταινα , Δημητσάνα μέχρι στο τέλος να φτάσω στα Λαγκάδια. Ταυτόχρονα γράφω. Το βιβλίο τελειώνει με την σκηνή που ήθελα ακριβώς. Τα Λαγκαδιά αποδεικνύονται το ιδανικό σκηνικό για την τελική αναμέτρηση πατέρα – γιου. Κι όχι μόνον. Σε μια βιβλιοθήκη της περιοχής, συγκεκριμένα στη Δημητσάνα, βρίσκω ένα κείμενο που μου λύνει ένα τεράστιο πρόβλημα της αφήγησης, συνδέοντας οργανικά το φινάλε με τον κορμό του έργου. Ένα κείμενο – κλειδί που εμφανίζεται ως μάννα εξ ουρανού. Τελειώνω λοιπόν βιβλίο, χαρούμενος, πλήρως ικανοποιημένος με το φινάλε του, μακαρίζοντας τον άγνωστο νεαρό που έτυχε να συναντήσω. Κι ως εδώ θα έλεγε κανείς ότι στο σπίτι της Ελευθερίας είχα απλά μια τυχερή συνάντηση.

ΣΚΗΝΗ 2
Μέσα Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς πίνουμε καφέ με τον πατέρα μου στο σαλόνι μου. Έχω την μελαγχολία του τέλους εποχής, μαζί με τη εγρήγορση της συγγραφής. Συζητάμε τα του καλοκαιριού. Του λέω πως πήγα στην Λευκάδα, στην καθιερωμένη Πάρο και στον τόπο που τελειώνει το βιβλίο: τα Λαγκάδια.


Εδώ μια παρένθεση για κάποιες πληροφορίες: Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, κι εκείνη την εποχή έπαιρνε την σύνταξή του. Είχε ανέκαθεν μία έμμονη να ανακαλύψει τον επακριβή τόπο της καταγωγής μας. Με πληροφορεί λοιπόν με καμάρι, πως το καλοκαίρι είχε μισθώσει έναν ειδικό, ένα είδος ανθρωπογεωγράφου – ερευνητή, για να αναδιφήσει στα αρχεία και να ανακαλύψει από πιο μέρος καταγόταν ο πρεσβύτερος πρόγονός μας, ο Σταμάτης Χρήστου ή Παπασταματόπουλος. Πράγμα που έγινε. ‘Ξέρεις ποιο ήταν αυτό το μέρος Αλέξη; Το Λαγκάδια.’ μου λέει γελώντας»

ΒΜ: Έχετε πει ότι αρχίζετε να γράφετε ένα βιβλίο με μία σκέψη, μία εικόνα, μία φράση. Μετά από 30 βιβλία συνεχίζετε να λειτουργείτε έτσι;

ΑΣ: Η αλήθεια είναι ότι όταν άρχισα να γράφω, επηρεασμένος μάλλον από τις σπουδές μου της αρχιτεκτονικής, έδινα πολύ σημασία στην δομή. Δημιουργούσα ένα σχεδιάγραμμα στην αρχή και το ακολουθούσα. Όχι πιστά φυσικά, γιατί στην πορεία οι χαρακτήρες ξέφευγαν από την προδιαγεγραμμένη τους μοίρα και εν τέλει το βιβλίο ακουμπούσε μεν στην προαποφασισμένη του ραχοκοκαλιά αλλά σε πολλά σημεία ίπτατο.

Αργότερα, με την πείρα, άρχισα να γράφω πιο ελεύθερα, ακολουθώντας το συγγραφικό μου ένστικτο. Οι αφορμές για ένα βιβλίο μπορεί να είναι ποικίλες. Μπορεί να είναι μία ανάμνηση, μία εικόνα, μία λέξη, μία συνθήκη. Αρκεί να είναι αυθεντικές. Εάν το ερέθισμα είναι πραγματικά αυθεντικό, δε νομίζω πως χρειάζεται εξαιρετική σπουδή περί της πλοκής. Ένας πολύ καλά στημένος χαρακτήρας είναι εκείνος που δημιουργεί την πλοκή.

ΒΜ: Μπορούν όλοι να γράψουν;

ΑΣ: Βεβαίως και όλοι μπορεί να γράψουν. Δυνητικά, όλοι είναι συγγραφείς. Αρκεί να ανακαλύψουν την συγγραφική τους φωνή η οποία είναι μοναδική. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Κανείς δεν μιλάει απόλυτα με τη δική του φωνή ούτε καν στη ζωή. Πόσο μάλλον να βρει μέσα του ποιος είναι ο τρόπος, ποια είναι η ηχώ. Και πως μπορεί αυτή η εντελώς προσωπική του ένδον φωνή να μεταμορφωθεί σε λόγο. Από εκει και ύστερα η πεζογραφία τουλάχιστον θέλει εργατοώρες. Η καλύτερη συμβουλή είναι γράφε, γράφε, γράφε. Μαζί με το αδερφάκι της που είναι διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε.

ΒΜ: Μητέρα και σύζυγος Ηθοποιοί! Μπέττυ Αρβανίτη και Εύα Σιμάτου. Ποιες δουλειές τους αγαπήσατε περισσότερο και γιατί;

ΑΣ: Υπό μία έννοια βρίσκομαι στα παρασκήνια από τότε που γεννήθηκα. Έχω ζήσει αυτή τη δουλειά πάρα πολύ κοντά. Εδώ και αρκετά χρόνια την ζώ και «από μέσα» της μια και έργα μου ανεβαίνουν τακτικά στο θέατρο, με τελευταίο το έργο μου «Μελίσσια» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το καλοκαίρι του 2019. Όσον αφορά τα αγαπημένα μου έργα της γυναίκας και της μάνας μου, πρόκειται περί πολύ δύσκολης επιλογής. Θα αναφέρω όμως κάποια παραστάσεις της μητέρας μου όπως «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», «Η κυρία από τη θάλασσα», «Οι Δούλες», « Η Φόνισσα, «Ο γυάλινος κόσμος», τις οποίες αγαπώ ιδιαίτερα. Από τα έργα της Εύας αγαπώ πολύ την «Αυτοκρατορία» που ανέβηκε στο ΚΒΘΕ σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμάρινού, τον «Εξηνταβελώνη» που ανέβηκε σε σκηνοθεσία Λίλυς Μελεμέ στο Εθνικό Θέατρο και, μελλοντολογώντας, το έργο μου, «Το μπλε δωμάτιο« που θα ανέβει στο θέατρο «Σταθμός» σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη μόλις το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες. Στο έργο εκτός από την Εύα, παίζουν η Άννα Φόνσου και η Πέγκυ Σταθακοπούλου.

ΒΜ: Τι γράφετε τώρα;

ΑΣ: Γράφω ένα μυθιστόρημα το οποίο θα εκδοθεί το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Με έναν τρόπο συνδέεται με το θεατρικό που σας προανέφερα, Αυτό τον καιρό κυκλοφορεί το τελευταίο μου βιβλίο με τίτλο: Αθώα Πλάσματα (επίσης Εκδόσεις Καστανιώτη). Η ιδέα προέκυψε από την εξής συνθήκη: Μια μεσήλικη γυναίκα, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο επάνω της, μπαίνει στο γραφείο ενός ιδιωτικού ερευνητή και του ζητά κάτι πολύ πρωτότυπο: Να την παρακολουθήσει. Όχι να παρακολουθήσει τον σύζυγό της, κάποιο γνωστό της ή κάποιο συγγενή της, αλλά να παρακολουθήσει την ίδια. Μέσα από αυτή τη συνθήκη αναπτύχθηκε ολόκληρο το μυθιστόρημα

ΒΜ: Υπάρχει κάποιος ήρωας άλλου συγγραφέα που θα θέλατε να ήταν δικός σας;

ΑΣ: Όχι δε λειτουργώ έτσι. Θαυμάζω πάρα πολλούς συγγραφείς, όπως επίσης και μεμονωμένα έργα αλλά και συγκεκριμένους ήρωες – χαρακτήρες. Αυτό που μπορώ να αναφέρω είναι ότι ο αγαπημένος μου ήρωας είναι ο Άμλετ. Ενας χαρακτήρας μοναδικός, άφθαστος νομίζω στη θέατρο αλλά και στη λογοτεχνία.

ΒΜ: Τι μπορεί να σας διακόψει την έμπνευση;

ΑΣ: Η έμπνευση δεν είναι μια διαδικασία που επιδέχεται pause. Είναι μια συνθήκη σε ροή, η μπορεί να είναι μία επιφάνεια, μία έκλαμψη, η οποία είτε συμβαίνει είτε δε συμβαίνει. Η έννοια της διακοπής αυτού του φαινομένου, τουλάχιστον σε μένα, δεν υφίσταται.

ΒΜ: Αν γράφατε ένα βιβλίο για την πανδημία, τι τίτλο θα δίνατε;

ΑΣ: «I can’t breathe». Συγνώμη για την αγγλική φράση, αλλά ή η συγκυρία τα έφερε να είναι και σύνθημα και η ελληνική μετάφραση να μην αποδίδει το κάτω κείμενο.

ΒΜ: Η ποιητική σας συλλογή “Ποτέ δεν είμαστε μόνοι”. Μήπως είμαστε;

ΑΣ: Ο συγκεκριμένος στίχος εννοεί πως ένα ον στον πλανήτη γη δεν είναι ποτέ μόνο του, μια που είναι μέλος της φύσης. Φυσικά και ως άνθρωποι όντα είμαστε απομονωμένα, είμαστε καταστατικά μόνοι, ασυντρόφευτοι. Πρέπει να επιλέξουμε τον σύντροφό μας. Πιστεύω πως όταν έρχεται ο άλλος δεν έρχεται ως πηλός για να μας καλύψει τις πληγές μας, αλλά θα πρέπει η συνάντηση να γίνεται επί ίσοις όροις, να συμβαίνει ένα γεγονός. Η αναγνώριση αυτή να επιτρέπει να απλώνεται αυτό το μοναδικό αίσθημα του έρωτα. Είμαι πολύ τυχερός που το ζω εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά, ταυτόχρονα, ξέρω πολύ καλά και τι σημαίνει μοναξιά.

*Η Βίβιαν Μαργέλλου είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, π.Ειδική Γραμματέας των Απόφοιτων ΕΣΣΔ και στέλεχος Δημόσιας Διοίκησης. Επιμελήθηκε της μετάφρασης της  Έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Ελληνική Δημόσια Διοίκηση. Έχει βραβευθεί, μεταξύ άλλων, για το άρθρο της “Ένα πολύ μεγάλο Κράτος”. Έχει λάβει κρατική πιστοποίηση στη συμβουλευτική ανέργων. Συμμετέχει ενεργά σε πλήθος φιλανθρωπικών οργανώσεων.