News Ticker

Ο Βριλησσιώτης Νίκος Μπουντούρης μιλά για όλους και για όλα!

Η Θεσσαλονίκη είχε τα πρωτεία επί σειρά ετών στο μπάσκετ και όταν ήταν αντιμέτωποι ο ΠΑΟΚ με τον Άρη το ποσοστό τηλεθέασης χτύπαγε… κόκκινο (ουδέτερο χρώμα).

Ύστερα από επτά διαδοχικά «κίτρινα» πρωταθλήματα, ο «δικέφαλος» πανηγύρισε το πολυπόθητο δεύτερο πρωτάθλημα της Ιστορίας του το 1992, το οποίο είναι και το τελευταίο μέχρι σήμερα για μη αθηναϊκή ομάδα.

Ακριβώς 25 χρόνια μετά τη νίκη τίτλου στο ΣΕΦ, ο Νίκος Μπουντούρης παραχώρησε συνέντευξη, όπου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στον σπουδαίο ΠΑΟΚ της εποχής, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και τα ντέρμπι με τον Άρη.

-Όταν ήρθε στον ΠΑΟΚ ο Ντούσαν Ίβκοβιτς προερχόσασταν από το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1991, αλλά και πολλούς χαμένους εγχώριους τελικούς. Πώς κατάφερε να σας ανεβάσει επίπεδο τόσο στο αγωνιστικό όσο και στο ψυχολογικό σκέλος;

«Υπήρχε μια καλή «προϊστορία» στην ομάδα. Από τα χρόνια του Κώστα Πολίτη είχε αλλάξει ο ρυθμός μας. Ήταν ένας καταξιωμένος προπονητής στη συνείδηση των Ελλήνων φιλάθλων μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987. Ύστερα είχε έρθει ο Σάκοτα, με τον οποίον πήραμε το κύπελλο στη Γενεύη και την επόμενη χρονιά ο ΠΑΟΚ έψαχνε ένα μεγαλύτερο όνομα. Το βρήκε στο πρόσωπο του Ίβκοβιτς.

Είδαμε κάτι διαφορετικό σε προσωπικότητα. Ήταν αυστηρός, δίκαιος, με πολλές απαιτήσεις εντός κι εκτός γηπέδου – με την έννοια της αυστηρότητας. Ο Ίβκοβιτς ανέβασε επίπεδο την ομάδα, μας πίεσε, παίξαμε πιο πειθαρχημένα, βελτιωθήκαμε στην άμυνα και γενικότερα παίξαμε καλύτερο μπάσκετ».

-Πώς ήταν το κλίμα μεταξύ των παικτών; Κάνατε παρέα κι εκτός γηπέδων;

«Υπήρχε μια μεγαλύτερη γενιά με παίκτες όπως ο Φασούλας, ο Σταυρόπουλος, ο Κόρφας… Εγώ ήμουν 5-6 χρόνια νεότερος από κάποιους, ακόμα και 8 από μερικούς άλλους. Συνεπώς δεν ήμασταν όλοι μαζί. Πάντα σε όλες τις μεγάλες ομάδες πρέπει να υπάρχει σεβασμός στα αποδυτήρια, στις προπονήσεις, να τηρείται η παλαιότητα κ.τ.λ. Δεν θεωρώ ότι υπήρχε η έννοια της παρέας, αλλά της πολύ ποιοτικής συνεργασίας.

Ήμουν πολύ τυχερός γιατί είχα πολύ αξιόλογους συμπαίκτες που ενέπνεαν σεβασμό. Ήταν πολύ σωστοί απέναντι σε μας τους νεότερους. Επίσης, αυτό που θέλω να πω είναι ότι ερχόμενος ο Ντούσαν, άρχισε να μου δίνει περισσότερο χρόνο συμμετοχής παρότι ήμουν μόλις 20 ετών. Άρα ο χρόνος του Νίκου του Σταυρόπουλου άρχισε να περιορίζεται, όμως δεν το έπαιρνε στραβά. Αντίθετα όταν έβγαινε αλλαγή μου έδινε συμβουλές και γενικότερα όλο αυτό μου έκανε πιο εύκολη τη ζωή».

-Εκείνη τη χρονιά είχατε νικήσει τον Άρη στην παράταση με το τρομερό τρίποντο του Πρέλεβιτς στην εκπνοή. Αξέχαστο, όμως, έμεινε και το τάιμ άουτ που με την παρέμβασή σου, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς θεώρησε καλό να αναπροσαρμόσει τα πλάνα της τελευταίας επίθεσης. Το είπες ενθυμούμενος τι είχε γίνει στους περυσινούς τελικούς με τη λάθος πάσα του Μπάρλοου;

«Όχι, δεν είχα στο μυαλό μου τα περυσινά. Απλά φοβόμουν μην μας κλέψουν την μπάλα. Εξάλλου δεν θα χάναμε, αλλά θα παίζαμε κι άλλη παράταση. Είχα και λίγο θράσος. Η ουσία είναι ότι ο προπονητής άκουσε έναν πιτσιρικά 21 ετών και άλλαξε το πλάνο του. Δεν συμβαίνει συχνά αυτό. Τη σεζόν εκείνη ήμουν ήδη δύο χρόνια στον ΠΑΟΚ, με καθιέρωσε στην πεντάδα και μέσα από αυτό ήρθε και η καθιέρωσή μου στην Εθνική, ένα γεγονός που είχε μεγάλη συμβολή ο κόουτς Ίβκοβιτς».

-Πήρατε την πρωτιά στην κανονική διάρκεια και τα πλέι οφ. Σύμφωνα με το τότε σύστημα, στους τελικούς με τον Ολυμπιακό χρειαζόσασταν μόνο μια νίκη για τον τίτλο. Είχατε άγχος λόγω των προηγούμενων τελικών ή σκεφτόσασταν ότι αυτό το πρωτάθλημα δεν χάνεται;

«Το πιο σημαντικό ήταν ότι ο Ίβκοβιτς, επειδή ήταν και μεγάλος προπονητής, κατάφερε να μας αποβάλλει το άγχος. Είχαμε δουλέψει πολύ, είχαμε καταγράψει αρκετά μεγάλα σερί νικών και, γενικώς, ήμασταν σίγουροι για τις δυνατότητές μας. Από τη στιγμή που κάναμε σοβαρές εμφανίσεις δεν είχαμε στο μυαλό μας αν θα χάσουμε ή όχι.

Επίσης, θα πρέπει να αναλογιστούμε και κάτι άλλο. Οι τότε μάχες μας με τον Άρη ήταν σίγουρα μεγάλες, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην πεντάδα τους ήταν παίκτες όπως ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Λευτέρης Σούμποτιτς που εκτελούσε, είχαν πάντα έναν καλό ξένο, είχαν τον Λυπηρίδη, τον Αγγελίδη, τον Ρωμανίδη, τον Φιλίππου… Φοβάμαι μην ξεχάσω κανέναν.

Εμείς, από την πλευρά μας, είχαμε νέα παιδιά και ο Μπάνε ήταν 22-23 ετών. Μόνο ο Νίκος Σταυρόπουλος ήταν ηλικιακά κοντά στους Γκάλη-Γιαννάκη, ο Φασούλας ήταν λίγο μεγαλύτερος, αλλά ήταν ψηλός, οπότε δεν είχε ιδιαίτερη συμβολή στο δημιουργικό σκέλος.

Για να μάθουν και οι νεότεροι, το δίδυμο Γκάλης-Γιαννάκης ήταν σαν να λέμε Διαμαντίδης-Σπανούλης σε αξία και εμπειρίες. Σίγουρα υπήρχε η πίκρα που χάναμε, αλλά πέρα απ’ αυτό ο ΠΑΟΚ κυνηγούσε έναν πολύ δυνατό και φτασμένο αντίπαλο».

-Αναφερόμαστε σε μία σεζόν με πάρα πολλές νίκες. Θα μας περιγράψεις ένα εορταστικό περιστατικό από τα ματς με τον Ολυμπιακό ή άλλη ομάδα;

«Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ματς με τον Ολυμπιακό, που είχαμε νικήσει. Είχε χιονίσει τότε στην Αθήνα και δεν γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη με αεροπλάνο, αλλά με λεωφορείο.

Κατά τις 11 το βράδυ, λοιπόν, μας είχε πιάσει πείνα. Κατεβαίνουμε σε μία ταβέρνα στον Ωρωπό, μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε ανθρώπους να γλεντάνε, να χορεύουνε… Ε, μπήκαμε κι εμείς, κάναμε τον χαβαλέ μας (γέλια). Σκέψου την έκπληξη των ανθρώπων, εκεί που χόρευαν, να βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους την ομάδα του ΠΑΟΚ, τον Φασούλα κ.τ.λ.

Το κλίμα ήταν τόσο καλό που η βραδιά είχε και συνέχεια. Φτάσαμε στη Λάρισα κατά τις 3 το πρωί και πήγαμε σε ένα νυχτερινό κέντρο που μας είχαν καλέσει. Σκέψου, γυρίσαμε κατά τις 6 το πρωί στη Θεσσαλονίκη».

-Ο ΠΑΟΚ ξαναπήρε Κύπελλο Ελλάδας και Ευρώπης, αλλά όχι πρωτάθλημα. Γιατί;

«Την επόμενη χρονιά είχε έρθει ο Λέβινγκστον. Διαθέταμε μία πολύ καλή ομάδα και ήταν ευκαιρία να πάρουμε το Πρωταθλητριών. Δυστυχώς, μέσα σε 2 εβδομάδες αποκλειστήκαμε από την Μπένετον στον ημιτελικό του Final 4 και από τον Ολυμπιακό στο πρωτάθλημα.

Το 1994 ξαναπαίξαμε σε τελικούς, αλλά δεν τα καταφέραμε. Είχε αρχίσει ο Ολυμπιακός να γίνεται δύναμη και λόγω Ιωαννίδη. Πιστεύω, όμως, ότι ήταν πιο πολύ οικονομικό το ζήτημα.

Έβλεπα τις προάλλες μιας φωτογραφία του 1995. Ήταν ο Μπάνε 29 ετών, μετά ήμουν εγώ 24, ο Μπαλογιάννης 24, ο Μαματζιόλας 24, ο Στογιάκοβιτς 18, ο Ρεντζιάς 19, ο Σωτήρης Νικολαΐδης 21, ο Τσέκος 29… Ο ΠΑΟΚ θα μπορούσε να είναι δυνατός για πολλά χρόνια ακόμη.

Σκέψου ότι μετά από εμάς ήρθαν παίκτες όπως ο Βασιλειάδης, ο Βασιλόπουλος, ο Μαυροκεφαλίδης… Αν υπήρχε οικονομική δυνατότητα, η ομάδα θα ήταν πιο ψηλά για 10-15 χρόνια ακόμη».

-Από την ομάδα του 1992 έχεις κρατήσει επαφές;

«Βρισκόμαστε, συμμετέχουμε σε αγώνες Βετεράνων με τον Νίκο Σταυρόπουλο, τον Τζον Κόρφα όποτε έρχεται Ελλάδα και άλλους. Γενικώς δεν συζητάμε για το τότε. Ήταν ωραίες στιγμές που δεν στηρίχτηκαν στη φιλία, αλλά στον σεβασμό και την εμπιστοσύνη.

Ήξερα ότι είχα δίπλα μου το καλύτερο 2άρι (σ.σ. Μπάνε Πρέλεβιτς), ο Μπάνε ήξερε ότι είχε δίπλα του έναν καλό πλέι μέικερ που δεν θα τον προδώσει. Είχαμε εκλεκτούς ξένους, αξιόλογους ψηλούς, καλούς προπονητές… Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ έβλεπαν για αρκετά χρόνια μια ομάδα που έπαιζε σπουδαίο μπάσκετ και κατέγραφε εξαιρετικές πορείες.

Σκεφτείτε και τη συνέχεια της ομάδας μετά το 1992. Είχε έρθει ο Σκοτ Σκάιλς ως παίκτης-προπονητής, ο Στογιάκοβιτς, ο Ρετζιάς, ο Γιαννούλης… Υπήρχαν 10 Έλληνες πρώτης γραμμής και 2 πολύ καλοί ξένοι. Πολλοί από εμάς μετά παίξαμε σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, ο «Πέτζα» πήγε στο ΝΒΑ, ο Ρετζιάς το ίδιο…»

-Η τελευταία ερώτηση αφορά τον Νίκο Μπουντούρη. Πώς κινείσαι επαγγελματικά αυτήν την περίοδο;

«Έχω μια δική μου ομάδα στα Βριλήσσια, όπου είμαι προπονητής. Υπάρχουν αρκετά παιδιά, συμμετέχουμε στην ΕΣΚΑ και στόχος μας είναι να αναδείξουμε νέα ταλέντα. Πέρυσι δώσαμε δύο παιδιά στον Παναθηναϊκό και ένα στον Ολυμπιακό. Δεν ζητάμε χρήματα, θέλουμε να βγάλουμε παίκτες. Κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο για μένα».

Πηγή: Sport-Retro.gr