Οκτώ χρόνια από την τραγωδία της Marfin
Πέρασαν οκτώ χρόνια από τον εμπρησμό στη Marfin. Στις 5 Μαΐου του 2010, η Αθήνα φλεγόταν. Τουλάχιστον 150.000 διαδηλωτές σύμφωνα με την αστυνομία (διπλάσιοι, κατά άλλες εκτιμήσεις), πραγματοποιούσαν την μαζικότερη -ίσως- πορεία που είχε γίνει κατά του Μνημονίου στη χώρα. Στις 2 το μεσημέρι, η πορεία περνά από την Σταδίου. Στον αριθμό 23, στην Marfin Bank, τρεις κουκουλοφόροι σπάνε το τζάμι της εισόδου. Πετούν μία μολότοφ και αμέσως μετά ένα μπουκάλι με βενζίνη.
Οκτώ εργαζόμενοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στο κατάστημα της τράπεζας. Οι πέντε κατάφεραν να βγουν σώοι, τέσσερις γυναίκες και ένας άνδρας. Τρία άτομα εγκλωβίστηκαν και πέθαναν. Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου 32 ετών έγκυος, ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης 36 χρόνων και η Παρασκευή Σούλια 32 χρόνων.
Απ΄έξω η πορεία συνεχιζόταν…
Περιμένοντας τη δικαιοσύνη…
Δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί, υπό την έννοια ότι δεν γνωρίζουμε ποιοι τελικά είναι οι εμπρηστές του κτιρίου. Και όσο περνούν τα χρόνια ο εντοπισμός τους φαντάζει ακόμα δυσκολότερος.
«Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε πανικόβλητη και μου είπε: ”Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο”. Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: ”Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι”. Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά».
Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο σύζυγος της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου την τελευταία συνομιλία του με την 32χρονη έγκυο γυναίκα, στη δίκη τον Απρίλιο του 2013.
Η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου, εντοπίστηκε νεκρή λίγα εκατοστά από την μπαλκονόπορτα στην οποία προσπαθούσε να φτάσει. Στο εσωτερικό του κτιρίου, οι πυροσβέστες εντόπισαν τον 36χρονο Επαμεινώνδα Τσάκαλη στις σκάλες μεταξύ α΄ και β΄ ορόφου. Την 35χρονη Παρασκευή Ζούλια την βρήκαν νεκρή στο γραφείο της στον β΄ όροφο… Ο θάνατος και των τριών οφείλεται σε ασφυξία από καπνό.
Μάρτυρας είπε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος – έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δε μπόρεσε να βγει από τις πόρτες.
Ο υπάλληλος Σωτήρης Παπατζίκης είπε ότι στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο προϊστάμενός τους τούς είπε ότι θα έπρεπε να πάρουν την πρωτοβουλία να φύγουν «παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιος θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι…».
Οι κατηγορούμενοι
Κατηγορούμενοι όλοι κι όλοι ήταν δύο άνθρωποι (ο ένας για τον εμπρησμό στο βιβλιοπωλείο Ιανός). Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, υπήρξε μία ομάδα περίπου 12 νεαρών ατόμων με ξύλα, ρόπαλα, βαριοπούλες και καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Η ομάδα χωρίστηκε σε δύο υποομάδες. Μία κατευθύνθηκε προς το βιβλιοπωλείο «Ιανός» και η άλλη στο υποκατάστημα της Marfin.
Το κατηγορητήριο “αναγνώριζε” ως δύο υπευθύνους του εμπρησμού τον Θ. Σίψα και τον Παύλο Αντρέεβ, στους οποίους αποδίδονταν κατά περίσταση τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, της απόπειρας ανθρωποκτονίας, της έκρηξης, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας.
Από την πρώτη στιγμή αρνήθηκαν την εμπλοκή τους, αφέθηκαν ελεύθεροι, μετά την απολογία τους στον ανακριτή, με περιοριστικούς όρους. Με τον δικηγόρο υπεράσπισης το Σίψα να τονίζει πως η εμπλοκή του εντολέα του είναι αποτέλεσμα “ενός άθλιου επικοινωνιακού παιχνιδιού πάνω στους τάφους τριών νεκρών ανθρώπων”.
Μάλλον όχι άδικα, καθώς υπήρξαν κενά στο κατηγορητήριο, ενώ και οι μάρτυρες δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τους κατηγορούμενους.
Το βούλευμα
Στο βούλευμα οι δικαστές αναφέρονται σε «εκπονηθέν σχέδιο» που είχε στόχο τη φθορά αλλά και το θάνατο, αφού οι αυτουργοί γνώριζαν την ύπαρξη ανθρώπων μέσα στην Τράπεζα και «θέλησαν ανενδοίαστα το θάνατό τους, έχοντες άμεσο και όχι ενδεχόμενο δόλο».
Επίσης γίνονταν αναφορά «στις προτροπές των υπαλλήλων της Τράπεζας οι οποίοι τους καλούσαν να μην προβούν στον εμπρησμό λόγω των υπαρχόντων ανθρώπων εντός αυτής εκείνοι ουδόλως υπαναχώρησαν αλλά αντιθέτως απευθυνόμενοι κυνικά στους υπαλλήλους με τις φράσεις ‘Να καείτε μ…να, να καείτε, σε τράπεζα δουλεύετε’ επέδραμαν στην ανωτέρω τράπεζα, ολοκληρώνοντας το ανθρωποκτόνο ως άνω αποτέλεσμά τους».
Για τους δικαστές τότε ο Θεόδωρος Σίψας ήταν ο ένας από τους δράστες και ειδικότερα εκείνος που πέταξε στην τράπεζα τη βόμβα μολότοφ. Όμως φωτογραφίες τον έδειχναν εκείνη την ώρα στην περιοχή της Ομόνοιας.
Πώς το εξήγησαν αυτό οι δικαστές που συνέταξαν το βούλευμα; Αναφέρεται, «ότι όπως ο ίδιος επικαλείται με φωτογραφίες που ενεχείρισε κατά την ανακριτική του απολογία, στις 5/5/2010 ευρίσκετο στην περιοχή της Ομονοίας». Σημειώνεται ότι στις φωτογραφίες ο φερόμενος ως δράστης φαίνεται να φορά διαφορετικά ρούχα, αλλά θεώρησαν ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, «καθ’ όσον εκ των ενόρκων καταθέσεων αστυνομικών οργάνων αλλά και εκ της κοινής πείρας και λογικής, πρόσωπα που έχουν προαποφασίσει σε τέτοιου είδους συναθροίσεις να προβούν σε διακεκριμένες φθορές ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας με κίνδυνο προσώπων και πραγμάτων, λαμβάνουν μέτρα προφυλάξεως κατά της συλλήψεώς τους και της αναγνωρίσεώς τους, όπως η αλλαγή ενδυμάτων, η οποία πραγματοποιείται από ενδύματα που υπάρχουν εντός των σακιδίων που φέρουν επί της ωμοπλάτης τους ή τους προμηθεύουν συνεργοί τους, καθώς και η τοποθέτηση καλυμμάτων επί των μερών του προσώπου τους…».
Ο ίδιος αρνούνταν πως ήταν αυτός στις φωτογραφίες.
«Τη φωτιά στην τράπεζα την έβαλαν δύο άτομα που φορούσαν κουκούλες», είχε υποστηρίξει αυτόπτης μάρτυρας στην εφημερίδα Τα Νέα και επεσήμανε πως η Πυροσβεστική που είχε ειδοποιηθεί, έφτασε στο σημείο μέσα σε πέντε λεπτά, αλλά εμποδίστηκε να επιχειρήσει από τα ίδια άτομα.
Τη συγκεκριμένη μαρτυρία επιβεβαιώνει και δεύτερος αυτόπτης:
«…όταν έφτασα μπροστά από την τράπεζα Marfin είδα μπροστά μου δύο άντρες, έναν ψηλό και άλλον έναν κοντό, να έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Γυρνάω και λέω στον κοντό άντρα «μην κάνετε μ… γιατί σ’ εμάς κάνετε κακό». Και εκείνος γυρνάει και μου λέει: «Εμάς μας κλέβουν πρώτoυς». Τότε, έχοντας και οι δύο άντρες γυρισμένη την πλάτη, τους είδα να πετούν μέσα από την τρύπα ένα μεγάλο μπουκάλι του νερού χωρίς πώμα, το οποίο κατά τα τρία τέταρτα είναι γεμάτο με υγρό πορτοκαλί χρώματος και αμέσως να βάζουν φωτιά μάλλον σε στουπί και να το πετούν μέσα στην τράπεζα, όπου δευτερόλεπτα πριν είχαν ρίξει το μπουκάλι, και τότε είδα να δημιουργείται μία μικρή εστία φωτιάς».
“Πλησιάζουμε στη Μαρφίν… Βλέπουμε κόσμο στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Καπνός ακόμα δεν φαίνεται, ένα δέντρο κρύβει τη φωτιά, κι εμείς αναρωτιόμαστε τι έχουν πάθει και χειρονομούν έτσι προς το μέρος μας. Και τότε βλέπουμε τις φλόγες, μέσα από τη σπασμένη βιτρίνα αριστερά από την είσοδο. Αρχίζουμε να φωνάζουμε «κατεβείτε κάτω!»… Η πόρτα και το υπόλοιπο κτίριο φαίνονται ακόμα ανέπαφα. Ελάχιστος γκρίζος καπνός βγαίνει από μέσα. Με τις ντουντούκες οι επικεφαλής των διαφόρων μπλοκ μας φωνάζουν «Προχωρήστε! Η πορεία πρέπει να συνεχίσει!» Μας σπρώχνουν σαν τα πρόβατα στο μαντρί… Έχω σαστίσει τελείως… «Παιδιά, κάτι να κάνουμε, να βοηθήσουμε»..
Ένας άνδρας βγαίνει από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, περπατάει στο περβάζι και πηδάει στη σκεπή από πλεξιγκλάς του διπλανού καταστήματος… Ανώμαλη προσγείωση. Δική του και δική μας. Δεν μπορεί, δεν το ζούμε αυτό… Από το μπλοκ των μεταναστών, ορμάνε να σπάσουν την πόρτα, με μόνο όπλο τα κοντάρια από τις σημαίες… Μάταιος κόπος, είναι κλειδωμένη από μέσα. Τρέχουν και άλλοι να βοηθήσουν, κάποιοι έχουν βρει πυροσβεστήρες, όμως ρίχνουν πάνω απ’ τη φωτιά, και όχι χαμηλά, και δεν καταφέρνουν και πολλά. Μια μικρή έκρηξη ακούγεται, ο καπνός γίνεται μαύρος και φουντώνει, ορμάει προς τα πάνω… Οι φίλοι μου με τραβάνε, καταλαβαίνουν ότι παθαίνω κρίση πανικού, επιχειρούν να με ηρεμήσουν… «Μην ανησυχείς, τώρα θα έρθει η πυροσβεστική, θα τους βγάλουν, μην φοβάσαι…»
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, αρκετοί έσπευσαν να βοηθήσουν αλλά εμποδίστηκαν από δυνάμεις της ομάδας Δ της Αστυνομίας.
Οι εργαζόμενοι στο ΥΠΠΟ εξέδωσαν μια λεπτομερή ανακοίνωση για το περιστατικό και πώς εξελίχτηκε:
«Συγκεκριμένα, στις 2:10 μ.μ., ενώ από το κτίριο της τράπεζας Marfin έβγαιναν πυκνοί καπνοί για περίπου 15 λεπτά, και ενώ το μπλοκ μας διαδήλωνε στην οδό Σταδίου, είδαμε δύο πυροσβεστικά οχήματα να φτάνουν στην οδό Πεσματζόγλου και να σταματούν στην γωνία.
Αμέσως, οι διαδηλωτές από όλα τα μπλοκ που βρίσκονταν από την Πεσματζόγλου ως τη Σταδίου 23 άνοιξαν τον δρόμο για να μπορέσουν τα πυροσβεστικά οχήματα να περάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Όχι μόνο τα πυροσβεστικά οχήματα δεν ΄απειλήθηκαν΄ ή ΄παρεμποδίστηκαν΄ από τους διαδηλωτές, όπως ψευδώς αναφέρθηκε στα ΜΜΕ, αλλά επιπλέον πολλοί από τους διαδηλωτές προσπαθούσαν να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν.
Με έκπληξή μας είδαμε, αντί για τα πυροσβεστικά οχήματα, να εμφανίζονται ξαφνικά μηχανοκίνητες αστυνομικές δυνάμεις της ομάδας Δ, οι οποίες επιχείρησαν να περάσουν μέσα στην πορεία από τον χώρο τον οποίο είχαμε ανοίξει για την Πυροσβεστική. Προσπάθησαν δηλαδή να εκμεταλλευτούν την τραγική κατάσταση για να επιτεθούν στην πορεία! Η επιχείρηση της ομάδας Δ ανακόπηκε από εμάς και άλλους διαδηλωτές, που μπήκαμε μπροστά, διαμαρτυρηθήκαμε και διώξαμε την ομάδα Δ προκειμένου να περάσει η Πυροσβεστική. Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια, όπως επίσης και ότι όταν περάσαμε μπροστά από το κτίριο της Τράπεζας MARFIN διαπιστώσαμε ότι δύο διμοιρίες ήταν παραταγμένες έξω από το κτίριο και οι διαδηλωτές άρχισαν να τους φωνάζουν γιατί κάθονταν άπρακτοι και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους της Marfin που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τα μπαλκόνια!».
Οι καταθέσεις των υπαλλήλων της τράπεζας
«Μας είχαν στο στόχαστρο, φωνάζανε … είδα ότι έχει σπάσει το τζάμι του ισογείου και ότι κάποια άτομα έριχναν εύφλεκτο υλικό. Πήρα πυροσβεστήρα αλλά δεν τα κατάφερα. Έτσι ανεβήκαμε πάνω στον 2ο όροφο. Η φωτιά άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει… ήμουν εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι δεν ήξερα αν πρέπει να πηδήξω ή να καώ… πετούσαν πέτρες. Παρεισφρήσαν στην πορεία… βλέπαμε να σπάνε τον Ιανό. Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το Μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στη πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπα τους. Στις 2 παρά 5 ακούσαμε το σπάσιμο… εγώ εν τέλει πήδηξα από το μπαλκόνι. Όσο ήμουν στο μπαλκόνι δεν είδα κίνηση αλληλεγγύης προς εμάς… υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που φώναζε “μέσα καίγονται ρε παιδιά”», υποστήριξε κατά την κατάθεσή του υπάλληλος της τράπεζας.
Ο μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι δεν υπήρχε σύστημα πυρόσβεσης και πως η τράπεζα είχε μία μοναδική έξοδο διαφυγής.
Η υπάλληλος της τράπεζας και νυν συνταξιούχος Ελευθερία Αθανασίου, είπε κατά τη δική της κατάθεση ότι είχαν εντολή να δουλέψουν παρά το γεγονός ότι είχαν ενημερώσει ότι αναμένεται μεγάλη συγκέντρωση.
«Είχαμε άνωθεν εντολή ότι θα δουλέψουμε. Τους είπαμε ότι αναμένεται μια μεγάλη συγκέντρωση .. μας είπαν μην σας νοιάζει πηγαίνετε να δουλέψετε. Ήμουν στον ημιώροφο. Κάποια στιγμή βλέπω απέναντι μια ομάδα νεαρών κουκουλοφόρων που πέταγαν πέτρες . Μετά ακούω 2 με 3 μπαμ, έσπασε η τζαμαρία, πέταξαν μολότωφ έβγαζε ένα καπνό που δεν έχω ξαναδεί, γιατί και άλλη φορά μας είχαν πετάξει μολότωφ. Δεν τους είδα ….άκουσα το θόρυβο. Αμέσως ο καπνός ανέβηκε πάνω πνιγήκαμε κυριολεκτικά. Ανεβήκαμε προς το πάνω. Φθάσαμε στον 3ο όροφο σε ένα μπαλκονάκι….Τα ματ πριν το περιστατικό ήταν μπροστά στην τράπεζα υπήρχε μια διμοιρία. Μετά όμως έφυγαν κυνηγώντας τους κουκουλοφόρους με τις πέτρες και τα ρόπαλα από απέναντι», είπε η μάρτυρας ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.
Από την πλευρά του, ο υπάλληλος της Marfin Ηλίας Μπούρης υποστήριξε κατά την κατάθεσή του ότι «υπήρχαν απειλητικά μηνύματα κατά καιρούς στους τοίχους με σπρέυ, όπως ” Θάνατος στους τραπεζίτες…» Μας είχαν ξαναπετάξει βόμβες. Συνήθως έμπαιναν νοβοπάν στα τζάμια που καθυστερούσαν το σπάσιμο, δεν ξέρω γιατί δεν μπήκαν αυτή τη φορά.»
Ο μάρτυρας Γιώργος Κόλιας μίλησε για ”ομάδα με οργάνωση, που είχε δομή και πήγαιναν συντεταγμένα σαν στρατιωτικοί.» Όπως χαρακτηριστικά είπε: «Πήγαν επί τούτου για να κάνουν αυτό.»
Η υπάλληλος Αναστασία Ζαφειροπούλου στην κατάθεσή της τόνισε ότι όταν μπήκε εκείνη την μέρα στην τράπεζα είδε συνθήματα γραμμένα στη τζαμαρία.
«Ήμουν στον 3ο όροφο . Είδα όταν μπήκα ότι είχαν γράψει ένα σύνθημα δεξιά στην τζαμαρία “φωτιά στους υπαλλήλους”. Είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται έξω από την τράπεζα. Πάνω από 20 άτομα. Ρίξανε πέτρα. Κατάλαβα ότι δεν είχαν καλό σκοπό. Φορούσαν κουκούλες. Υπήρχε αστυνομία κάποια στιγμή έφυγε. Μετά την αποχώρησή της ξεκίνησαν τα επεισόδια,» είπε η μάρτυρας.
Ο πυροσβέστης Κωσταντίνος Αλεξόπουλος ανέφερε στην κατάθεσή του ότι όταν πήγαν στην τράπεζα, μία ομάδα 8-10 ατόμων προσπάθησε να τους εμποδίσει.
«Κάποιες γυναίκες μας καθοδήγησαν προς το συμβάν. Γύρω στις 2 .Βγήκαμε μπροστά στη τράπεζα. Μια ομάδα 8 με 10 άτομα που μας εμπόδιζε. Χτυπούσαν το καπό. 20 με 30 ετών δε μπορώ να πω νέοι. Είχαν καλυμμένα πρόσωπα. Δεν ξέρω όμως αν τα άτομα αυτά γνώριζαν τι γινόταν παρακάτω…δεν ξέρω. Κάποια στιγμή έφυγαν. Φτάσαμε το ισόγειο, καίγονταν. Υπήρχαν κανά δυο άτομα με πυροσβεστήρες, δεν ξέρω αν ήταν πολίτες ή υπάλληλοι. Είχε καεί όλο το ισόγειο και ο ημιώροφος, υπήρχε πολύ έντονος καπνός. Απεγκλωβίσαμε δύο γυναίκες από το μπαλκόνι …ο καπνός ήταν πολύ πυκνός. Δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου η αστυνομία να ρίχνει δακρυγόνα», είπε ο μάρτυρας.
Η αθώωση των δύο “υπευθύνων”
Το 2016, στις 31 Οκτωβρίου βγήκε η απόφαση στη δίκη της Marfin. Mε ομόφωνη απόφαση του το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας αθώωσε τους Θοδωρή Σίψα και Παύλο Αντρέεβ.
Η εισαγγελέας της έδρας τόνισε αυτό που είχε φανεί καθ’ όλη την ακροαματική διαδικασία. Παρότι ο Σίψας ήταν στην πορεία την επίμαχη ημέρα δεν υπάρχουν σοβαρές και ικανές ενδείξεις για να οδηγήσουν στην ενοχή. Την ίδια απαλλακτική πρόταση είχε και για τον κατηγορούμενο για τον εμπρησμό του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ, Άντρεβ για τον οποίο επισημάνε ότι δεν βρισκόταν καν στην πορεία την επίμαχη ημέρα.
Ποιοι καταδικάστηκαν για την Marfin
Με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, πριν περίπου τέσσερα χρόνια, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης σε τρεις υπευθύνους του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin. Τα κατηγορητήρια έκαναν λόγο για ελλείψεις στην πυρασφάλεια του κτιρίου με αποτέλεσμα τρεις υπάλληλοι να χάσουν τη ζωή τους και περισσότεροι από 20 να τραυματιστούν.
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας και ο υπεύθυνος πυρασφάλειας καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 10 ετών με αναστολή, ενώ η διευθύντρια του υποκαταστήματος σε πέντε έτη φυλάκισης. Δεν αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό αλλά οι ποινές τους είχαν ανασταλτικό χαρακτήρα.