Cine Δράση: Εκδήλωση με την Ιώαννα Καρυστιάνη!
Η Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine-Δράση φιλοξενεί την συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη την Κυριακή 13 Νοεμβρίου, στις 7:00μμ στο ΤΥΠΕΤ (Π. Μπακογιάννη 38-42). Η συγγραφέας θα μιλήσει για το σύνολο του έργου της το τελευταίο της μυθιστόρημα «Το φαράγγι» και φυσικά για οτιδήποτε απασχολεί τη χώρα μας και τον λαό μας
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1952 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε νομικά. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το σκίτσο και την εικονογράφηση (με το όνομα “Ιωάννα”). Δούλεψε στην εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, στα περιοδικά “Τέταρτο”, “Ένα”, “Εικόνες”, και σε ξένες εφημερίδες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1994, με τη συλλογή διηγημάτων “Η κυρία Κατάκη”. Ακολούθησε το μυθιστόρημα “Μικρά Αγγλία”, το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1998, και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και για το λογοτεχνικό βραβείο Balkanika. Το επόμενο μυθιστόρημά της, “Κουστούμι στο χώμα”, τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού “Διαβάζω” το 2001.
Είναι παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη και μητέρα των σκηνοθετών Αλέξανδρου Βούλγαρη (“Κλαις;”, “Ροζ”) και Κωνσταντίνας Βούλγαρη (“Γιούπι”, “Με τα φώτα νυσταγμένα”, “Βαλς Σεντιμεντάλ”).
Μια κριτική για «Το φαράγγι» από τον Χρίστο Παπαγεωργίου (δημοσιεύτηκε στο: http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/4461-to-faraggi Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015)
Αρχίζουμε από το αυτονόητο: κάθε καινούργιο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη αποτελεί μιαν έκπληξη, ένα αισθητικά απίθανο έργο τέχνης, ένα έργο από το οποίο ό,τι εξάγεται είναι αληθινά συγκλονιστικό. Πρέπει, λοιπόν, να αντιληφθούμε όχι τόσο το μέγεθος της έκπληξης, αλλά την ποιότητά της, την αναγνωστική προσαρμογή που επιδιώκει, τα μηνύματα που στέλνει, τέλος, την αναπάντεχη και προκλητική συλλογή εικόνων, σκέψεων, απόψεων, συναισθημάτων, που περικλείει. Διότι η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη, ασχολούμενη χρόνια τώρα με το σενάριο, έχοντας δηλαδή αποκτήσει πείρα στο πώς οι εικόνες γεμίζουν με λόγια, και αντίστροφα, το πώς οι λέξεις ταιριάζουν με τα πλάνα, μπορεί πλέον να χρωματίζει όχι μόνο ήχους, όχι μόνο ψιθύρους, αλλά παράλληλα και με κραυγές τα μυθιστορήματά της. Μπορεί δηλαδή να κάνει τον δέκτη συμμέτοχο, συνένοχο, υποψιασμένο σ’ αυτό που επιδιώκει να του προσφέρει, έτσι ώστε, μπαίνοντας βαθιά στον ψυχικό κόσμο κάθε ήρωα ή ηρωίδας, να μετρά τα αισθήματά του, το τι σκέφτεται ανά πάσα στιγμή, το τι κρύβει από τους άλλους, ίσως και απ’ τον ίδιο του τον εαυτό, το τι νοσταλγεί, πενθεί, υπομένει, ψυχανεμίζεται, με δυο λόγια το τι, ως συνέπεια των πράξεών του, προσδοκά, έτσι ώστε ο αναγνώστης να απογυμνώνεται από επιχειρήματα και αντιδράσεις, να δέχεται τα λογοτεχνικά πυρά και βέλη με εμβληματική προσμονή. Άρα –ως πρώτο συμπέρασμα– η Καρυστιάνη δημιουργεί με τρόπο τέτοιο, που κάθε της εφόδιο γύρω από τη συγκεκριμένη τέχνη να εμπεριέχει πολλή και συνεπή δημιουργική επιμονή, μεγάλη συναισθηματική διαπλοκή, τέλεια εικαστική επαγρύπνηση, εν κατακλείδι λαμπρή εκφραστική καταγραφή, αρετές που δύσκολα συναντώνται, που δύσκολα ξεπερνιούνται, που δύσκολα παραγράφονται.
Ας δούμε τώρα για μια στιγμή, με μετρημένα λόγια για να μη χαθεί η μαγεία του μυθιστορήματος, την υπόθεσή του: εφτά αδέλφια, τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες, μαζεύονται απ’ όλα τα μέρη όπου κατοικούν (Αλεξανδρούπολη, Καστοριά, Ρέθυμνο) στα Χανιά, προκειμένου να πεζοπορήσουν στο φημισμένο φαράγγι. Καθένας τους κουβαλά τα βιώματά του, τα μυστικά του, τα οικογενειακά και επαγγελματικά προβλήματα, την αυτοκαταστροφή του σε κοινωνικό και υπαρξιακό επίπεδο, αναθυμούμενος παιδικές, εφηβικές ή νεανικές στιγμές και παράλληλα προσπαθώντας να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους οικείους του. Στην πορεία γινόμαστε μάρτυρες του θανάτου των γονιών, της αυτοκτονίας του Μάρκου, της ομοφυλοφιλίας του Ελισαίου, του πολιτικού ακτιβισμού του Γεράσιμου, του ανθρώπου της Θεώνης που έχει χάσει το χέρι του σε δυστύχημα, του χωρισμού της Ινώς και, πάνω απ’ όλα, της απίστευτα κλειστής πόρτας στην ψυχή του Αργύρη για το τρομερό από κάθε άποψη συμβάν, που αφορά φίλο και συνάδελφό του, στα παγωμένα νερά νότια της Αυστραλίας, όταν το πλοίο στο οποίο δούλευαν βυθίστηκε και βρέθηκαν σε μια λέμβο στην προσπάθειά τους να σωθούν. Όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα εξελίσσονται με δραματικό τρόπο, παρότι η ημέρα τελειώνει παράλληλα με την πορεία, θα έλεγε κανείς σε γενικές γραμμές ήρεμα, στο πατρικό σπίτι της μητέρας τους, που κληρονόμησε ο φίλος του Ελισαίου, ο Ιταλός Μάουρο Βανόνι.
Και μόνο η σύλληψη μιας τέτοιας θεματικής ιστορίας αποτελεί ασφαλώς ένα εκπληκτικό επίτευγμα. Η ουσία όμως δεν είναι εκεί, καθώς η Καρυστιάνη, με γλώσσα και έκφραση που ζηλεύουν πολλοί συνάδελφοί της, δίνει πνοή σε γεγονότα ήσσονος σημασίας με κατεβασμένες τις μηχανές και τη γιγαντώνει όταν τα επεισόδια το απαιτούν.
Και μόνο η σύλληψη μιας τέτοιας θεματικής ιστορίας αποτελεί ασφαλώς ένα εκπληκτικό επίτευγμα. Η ουσία όμως δεν είναι εκεί, καθώς η Καρυστιάνη, με γλώσσα και έκφραση που ζηλεύουν πολλοί συνάδελφοί της, δίνει πνοή σε γεγονότα ήσσονος σημασίας με κατεβασμένες τις μηχανές και τη γιγαντώνει όταν τα επεισόδια το απαιτούν. Ό,τι στρέφεται γύρω από τον Μάρκο, την αγάπη του για τα λουλούδια, τη βύθισή του στα χρέη και τελικά την αυτοκτονία του, και βέβαια –εκεί που κάποιος υποπτεύεται πως θα συμβεί κάτι κακό στους πεζοπόρους, για να έχουμε μια δραματική έξοδο– το τέλος του φίλου του Αργύρη, είναι σελίδες για τις οποίες η ελληνική λογοτεχνία πρέπει να αισθάνεται υπερήφανη. Διότι η αφήγηση σαν τεντωμένο σχοινί παρακολουθεί τη σκέψη της πεζογράφου και φυσικά σπάει, έτσι ώστε η πικρή γεύση που αφήνει αναγνωστικά να μην μπορεί να υπερνικηθεί, να μην μπορεί αβίαστα να αφομοιωθεί, να μην μπορεί εύκολα να παγιωθεί. Η Καρυστιάνη, σε μια από τις καλύτερες ώρες της συγγραφικής της καριέρας, μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα που τολμά να εισχωρήσει σε όλες τις απότομες περιοχές της ιδιαίτερης πατρίδας της –ένας ύμνος δηλαδή στην Κρήτη–, τολμά να μας φαντασιώσει όσο δεν παίρνει, τολμά να μας καταστήσει ταυτόσημους με δράματα, αρχικώς γνωστά, στη συνέχεια όμως άγνωστα και απέλπιδα, τολμά τέλος να μας μιλήσει για ανθρώπινα δράματα με τον πλέον προσήκοντα τρόπο, με την πλέον ρεαλιστική εκφορά.
Είθισται εμείς οι κριτικοί να κλείνουμε τα κείμενά μας είτε με μια παραίνεση για προμήθεια του κρινόμενου έργου, προκειμένου οι αναγνώστες να μη χάσουν μια πραγματικά μεγάλη δημιουργία, είτε με μια γενικόλογη αναφορά γύρω από τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου έργου. Πολλές φορές, μάλιστα, μιλάμε και για την αξία που ο κάθε πεζογράφος διαθέτει ή έχει αποκτήσει μέσα στη συνολική του διαδρομή. Προσωπικά όμως θα διαλέξω έναν άλλο δρόμο: ας μην πάρει κάποιος στα χέρια του Το φαράγγι αν δεν είναι έτοιμος για τεράστιες ανατροπές, αν δεν μπορεί να καταλάβει τον ανθρώπινο πόνο, αν δεν έχασε κάποιον δικό του κάτω από συνθήκες αληθινά πρωτόγνωρες, αν δεν εμπιστεύεται μια απτή γυναικεία γραφή, με διαταραγμένα γλωσσικά μέσα. Γιατί, απλούστατα, το Φαράγγι θα τον αφήσει ανεπηρέαστο, δεν θα του δημιουργήσει τραύματα και, τέλος, θα του χαριστεί για την αδυναμία του και για τη βιωματική αναπηρία του.