News Ticker

Πώς τα ’80s άλλαξαν την Αθήνα

Η Αθήνα αναβόσβηνε στα χρόνια του ’80. Στα μέσα, πλέον, της δεκαετίας συνέβαινε το εξής οξύμωρο: μπορεί να νιώθαμε ότι το βιοτικό μας επίπεδο ανέβαινε, αλλά από την άλλη αυτή ακριβώς η βελτίωση μεγάλωνε τις προσδοκίες. Μερικά πράγματα είχαν αρχίσει να ενοχλούν. Δεν είχαμε μετρό και τα λεωφορεία έβγαζαν πολύ καυσαέριο.

Η Αθήνα έμοιαζε πιο θαμπή, αν και δεν ήταν λίγα όσα άλλαζαν προς το καλύτερο. Γι’ αυτό και η διάθεσή μας απέναντι στην πόλη παρέμενε σταθερά αμφίσημη.

Η παλιά Ελλάδα όμως, που δεν τη θέλαμε πλέον, δεν έλεγε να φύγει. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού, π.χ., έμοιαζε ξαφνικά μικρό, μίζερο και επαρχιακό, γιατί εκείνα τα χρόνια η Δύση άλλαζε γοργά και μεγάλες συζητήσεις, μεγάλα κεφάλαια και μεγάλα έργα άλλαζαν τις πόλεις, την τεχνολογία και την κατεύθυνση. Η Ελλάδα έμοιαζε διαρκώς εκτός διεθνούς διαλόγου. Αυτά τα νιώθαμε και τότε, αλλά τα καταλάβαμε καλύτερα λίγο αργότερα.

Ωστόσο, η Αθήνα άλλαζε. Και μάλιστα γρήγορα. Δεν ήταν ότι είχαν γίνει έργα υποδομής. Δεν ήταν ότι είχαν ανοίξει νέοι δρόμοι. Ηταν που αλλάζαμε εμείς. Ο διάδρομος απογείωσης προς το 2000 μπορεί να έμοιαζε μακρινός, αλλά η ματιά ήταν στο μέλλον. Νέα παιδιά βγαίναμε να χαρούμε την πόλη. Τη μέρα και τη νύχτα. Το Κολωνάκι ζούσε με παλμό, αλλά πάντα όλα είναι σχετικά. Θυμάμαι συζητήσεις στο Quartier (γωνία με την Τσακάλωφ) ή στον Μπόκολα (εκεί όπου είναι το Da Cappo). Ακουγα τους ηλικιωμένους θαμώνες. Δεν αναγνώριζαν πλέον το Κολωνάκι, που είχε γίνει πόλος έλξης για όλους.

Ο «Δρομέας», το πλέον γνωστό έργο του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου, τοποθετήθηκε στην πλατεία Ομονοίας το 1988 επί δημαρχίας Μιλτιάδη Εβερτ, για να απομακρυνθεί λίγα χρόνια αργότερα εξαιτίας των έργων για το μετρό. Σήμερα βρίσκεται στην πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής, απέναντι από το ξενοδοχείο Χίλτον.

Γιατί, αν υπήρχε ένα χαρακτηριστικό που ταίριαζε γάντι σε όλη την Αθήνα, ήταν το ανακάτεμα της τράπουλας. Η πόλη είχε ξεχειλώσει και τα προάστια γίνονταν οι πόλεις-δορυφόροι που ξέρουμε σήμερα. Αλλά τότε αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Είχε αρχίσει σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αλλά μετά το 1980 οι καινούργιες πολυκατοικίες με τα μεγάλα ενιαία διαμερίσματα (χωρίς χολ, οφίς και διαδρόμους) έγιναν κοινωνικός στόχος. Αλλαζαν η Κηφισιά, το Μαρούσι και το Χαλάνδρι. Αλλαζαν η Νέα Σμύρνη και το Φάληρο, και η Γλυφάδα. Ομως, η μέσα πόλη κρατούσε ακόμη, γιατί ζούσαμε τα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και η Αθήνα, αν και χωρίς εξάρσεις, ζούσε μια συμπαγή εποχή. Με όλα τα παράλογα της αθάνατης ελληνικής ψυχής. Θυμάμαι τα μεγάλα πανό στο Σύνταγμα για τις Βάσεις του θανάτου που φεύγουν και τον Δήμο Δάφνης που είχε διασκεδάσει το πανελλήνιο ως αποπυρηνικοποιημένη ζώνη. Ηταν και αυτά κομμάτια των αθηναϊκών ’80s.

Μας ενοχλούσαν όμως γιατί ψάχναμε να ζήσουμε το δικό μας κοσμοπολίτικο, φωτεινό και ανέμελο όνειρο. Στην ουρά, και μάλιστα μεγάλη, είχαμε στηθεί ένα βράδυ Ιουνίου του 1982 για τα εγκαίνια του San Lorenzo, στην παραλία της Βούλας, με την αγωνία να περάσουμε την «πόρτα» και την αμφιβολία αν θα μας αφήσουν να μπούμε με βερμούδες. Η παραλία άνοιγε χρόνο με τον χρόνο τα μεγάλα κλαμπ και στα βόρεια η Αυτοκίνηση ήταν καθιερωμένη σαββατιάτικη έξοδος. Το Κολωνάκι συνέχιζε όπως και στα ’70s με ντίσκο και μπαρ. Οι πιο παλιοί ήμασταν έτοιμοι από το «14» και το Φιγκαρό και τις Εννέα Μούσες. Κυλήσαμε με γνώση στο Paramount και στην Μπόρα Μπόρα της Αλεξάνδρου Σούτσου. Γκέι μπαρ είχαν «φυτρώσει» πρώτη φορά στην Τσακάλωφ και οι ξενύχτηδες μετά τις 3 π.μ. ήταν ένα ανακατεμένο πλήθος στις καρέκλες των κλειστών καφενείων της πλατείας Κολωνακίου.

Το «Galleria» στην οδό Ιωάννου Μεταξά στη Γλυφάδα ήταν ένα από τα πρώτα εμπορικά κέντρα που λειτούργησαν στην Ελλάδα.

Το «Ελληνικό» ήταν ακόμη μεγάλο, με τραπέζια και πάνω στην πλατεία, η γκαλερί Ζουμπουλάκη σε μεγάλες δόξες, η Ράτκα στη Χάρητος, προορισμός. Στις ταβέρνες της Ρούγας (στο αδιέξοδο της Καψάλη) και στη Ροδιά προς Λυκαβηττό γευόμασταν κλασικές γεύσεις, αλλά είχαμε όλοι αγαπήσει τη Γάστρα του αεικίνητου Γιάννη με τα μοναδικά πιάτα. Ηταν ένας «ναός» στην οδό Δημάκη, με τοίχους γεμάτους φωτογραφίες και καρτ ποστάλ.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 δεν υπήρχε άλλο club με την απήχηση, το γκλάμουρ και τη χωρητικότητα της αχανούς (για τα δεδομένα της εποχής) «Αυτοκίνησης» του Μάκη Σαλιάρη.

Η Αθήνα δεν είχε τίποτε το μητροπολιτικό εκείνα τα χρόνια αν στεκόταν κανείς στην αρχιτεκτονική του κέντρου, αλλά οι ταχύτητες είχαν ανεβεί. Στο Σύνταγμα είχε βεβαίως εγκαινιαστεί, γύρω στο 1982, το νέο κτίριο της Εθνικής, που επιτέλους είχε καλύψει το επί χρόνια χάσμα από την κατεδάφιση του Μεγάρου Παπούδωφ, γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας. Το είχε σχεδιάσει ο Γιάννης Βικέλας (σε συνεργασία με τους Κ. Δεκαβάλλα, Εμμ. Βουρέκα, Σ. Μολφέση και Σ. Δήμου) και λίγο πιο πάνω, Βασιλίσσης Σοφίας, Μέρλιν και Σέκερη, ένα άλλο κτίριο του Βικέλα, με λευκό μάρμαρο και κρύσταλλα, κάλυπτε ένα άλλο κενό οικόπεδο. Ο Βικέλας είχε υπογράψει και το Atrium, το εμπορικό κέντρο της Χαριλάου Τρικούπη (στη θέση της Γαλλικής Σχολής Saint Joseph), αλλά και το Αγορά στον Παράδεισο Αμαρουσίου και την Galleria στη Γλυφάδα. Η ζωή μας άλλαζε. Ακόμη και τα σούπερ μάρκετ είχαν προχωρήσει από την αντίληψη των ’70s και τώρα άνοιγαν ως ναοί της γεύσης. Και στα προάστια. Κυρίως.

Καθώς η Κηφισίας όργωνε τη βόρεια ανάπτυξη της Αθήνας, ο Νότος απαντούσε ως αντίβαρο. Ακόμη και στη Βουλιαγμένης, το Εργοστάσιο ήταν trend setter για τη νυχτερινή διασκέδαση. Σε μια ευθεία από εκεί, η Αθηναϊκή Ριβιέρα συγκέντρωνε ολοένα και περισσότερους μόνιμους κατοίκους.

Οι λεωφόροι Κηφισίας (φωτ.)  και Βουλιαγμένης ήταν οι δρόμοι της πρωτεύουσας που αναπτύχθηκαν με μεγαλύτερη ένταση τη δεκαετία του ‘80.

Στην Αθήνα όμως, στο κέντρο της, σε διάφορες συνοικίες, η πόλη άνοιγε θυρίδες νέας ζωής. «Μπαράκια» σε στυλ γαλλικού μπιστρό άνοιγαν πολλά. Πίναμε ένα ή δύο ποτήρια κρασί μαζί με ένα πιάτο σπαγκέτι ή μία σαλάτα στου Καρόλου Ντηλ στον Λυκαβηττό. Κορίτσια κρατούσαν ταμπακιέρες με μοτίβα αρ ντεκό και η μουσική έμπλεκε τα ιταλικά και τα γαλλικά τραγούδια με τη νέα βρετανική σκηνή. Το Φωταέριο στην Ιπποκράτους ήταν πιο μποέμ, αλλά ακολουθούσε την ίδια συνταγή, δηλαδή ποτό με ελαφρύ φαγητό, κάτι που ήταν τότε καινούργιο. Και μουσική, που ποτέ δεν μας χόρταινε. Στην οδό Μητσαίων στο Ηρώδειο πηγαίναμε συχνά στη Φυλακή του Σωκράτη, μια κλασική αθηναϊκή ταβέρνα, που τώρα είναι κομμάτι του περίγυρου του Μουσείου της Ακρόπολης.

Οψη νεανικής κουλτούρας στο κέντρο και στις συνοικίες της Αθήνας.

Αλλά εκείνο που είχε αλλάξει ήταν αυτό που δεν καταλαβαίναμε, γιατί γινόταν λίγο-λίγο και πολύ γρήγορα. Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη ποικιλία σε γεύσεις, μετακινήσεις και ακούσματα. Ακόμη και τα διαβάσματα. Το χρονογράφημα της Ελενας Ακρίτα διαβαζόταν πολύ στον Ταχυδρόμο, οι πιο διανοούμενοι κρατούσαν την Οδό Πανός και τη Λέξη, και το Δέντρο. Η Εστία ήταν θερμοκοιτίδα της «γενιάς του ’80» και ο Ελευθερουδάκης κρατούσε ηγεμονική θέση από την οδό Νίκης. Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων είχε μπει στον χάρτη μας και η παράσταση της «Σπασμένης Στάμνας» μάς μυούσε στο νέο θέατρο. Η ζωή μας, όμως, βιωνόταν παντού στην πόλη.

Δύο συναυλιακά γεγονότα που έγραψαν ιστορία: η συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας στο Ολυμπιακό Στάδιο και το Rock in Athens στο Καλλιμάρμαρο.

Η Αθήνα μάς υποσχόταν ότι θα γίνει καλύτερη, αλλά εμείς απλώς εκφράζαμε την ανυπομονησία μας. Το 2000, αναρωτιόμασταν, πώς θα μοιάζει η Αθήνα…

Πηγή: Καθημερινή