Ρεματιά: Το περιβαλλοντικό έγκλημα και προτάσεις για την αξιοποίησή του!
Άρθρο του Γεωλόγου-Περιβαλλοντολόγου Βασίλη Ηλιόπουλου*
Ανέκαθεν οι κάτοικοι του Αττικού Λεκανοπεδίου αντιμετώπιζαν τις δυσχερείς επιπτώσεις της λειψυδρίας. Οι απόπειρες υδροδότησης της αρχαίας πόλης των Αθηνών προσδιορίζονται σε αρκετά πρώιμες εποχές, όπως αποδίδεται και με την χαρακτηριστική φράση του περιηγητή και γεωγράφου Ηρακλείδη του Κριτικού «ξηρά πάσα η γη και ουκ ένυδρος».
Η ποικιλομορφία που παρουσιάζει το τοπογραφικό ανάγλυφο στο αττικό λεκανοπέδιο με τους ορεινούς όγκους της Πεντέλης, της Πάρνηθος, του Υμηττού συνέβαλλαν στη δημιουργία ενός πλούσιου και πολυδαίδαλου υδρογραφικού δικτύου μέσω του οποίου πραγματοποιείται η επιφανειακή απορροή των επιφανειακών υδάτων των βροχοπτώσεων. Το υδρογραφικό δίκτυο παρέμενε σχεδόν αναλλοίωτο μορφολογικά και υδρολογικά από τις απαρχές της δημιουργίας του στα βάθη του γεωλογικού παρελθόντος έως και τις αρχές του 19ου αι. Η κάθετη πληθυσμιακή αύξηση όμως (μέσω εσωτερικής μετανάστευσης, επιπτώσεων ανθρωπιστικών κρίσεων όπως το 1922 κ.α.), ο σύγχρονος ρυθμός πολεοδόμησης που δεν πλαισιωνόταν από περιβαλλοντικούς – πολεοδομικούς περιορισμούς σε συνδυασμό με τη τακτική της αυθαίρετης εκτός σχεδίου δόμησης συνέβαλαν στην αλλοίωση της γεωμορφολογικής, περιβαλλοντικής εικόνας των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου και αισθητικά αλλά το ουσιαστικότερο υποβάθμισαν και συνεχίζουν να υποβαθμίζουν την λειτουργικότητα τους με δυσχερείς επιπτώσεις πλημμυρικών φαινομένων κατά τη διάρκεια των έντονων βροχοπτώσεων. Η αυθαίρετη εκτός σχεδίου δόμηση μετά τη δεκαετία του 1950 αποτελούσε φάση της διαδικασίας απόκτησης ιδιοκτησίας, πολλά ρέματα αποτέλεσαν τα διοικητικά όρια μεταξύ δήμων-προαστίων, στην εγκληματική αυτή πολεοδομική δραστηριότητα παρατηρήθηκαν χρήσεις των ρεμάτων από βιομηχανικές-βιοτεχνικές μονάδες στην παραγωγική τους διαδικασία εφόσον αποχέτευαν τα βιομηχανικά λύματα τους σε αυτά, και πόσο μάλλον ο αυθαίρετος σχεδιασμός των κύριων οδικών αξόνων (Εθνική Αθηνών-Χαϊδαρίου) κατά μήκος των ρεμάτων. Η δραστηριότητα αυτή οδήγησε σε κάλυψη επιχωμάτωση των ρεμάτων, σε οικοδόμηση τους και στην μη αναστρέψιμη ποιοτική τους υποβάθμιση και στην ολοκληρωτική καταστροφή της υδρολογικής τους λειτουργίας.
Το σύγχρονο αυτό φαινόμενο, καλείται σύνδρομο του αστικού ρέματος. Με χαρακτηριστικά τη διαταραχή του υδρολογικού κύκλου με αποτέλεσμα τις αυξημένες πλημμυρικές αιχμές, τις μεταβολές στη μορφολογία και τη σταθερότητα του καναλιού, και τις αυξημένες συγκεντρώσεις ρύπων και την μειωμένη βιοποικιλότητα.
Στην νομοθετική ιστορία , το 1979 είναι η πρώτη φορά που προβλέπεται η ένταξη των ρεμάτων σε τοπογραφικά διαγράμματα που βρίσκονται εντός ή εκτός ρυμοτομικού σχεδίου, το 1986 κατατάσσονται τα έργα διευθέτησης με την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το 1989 με τον κτιριοδομικό κανονισμό προβλέπεται η δόμηση σε μικρή απόσταση από τις οριογραμμές του ρέματος (<10μ) ή και ακόμα επί των οριογραμμών εάν έχουν εκτελεστεί έργα διευθέτησης, ενώ απαγορεύει την δόμηση εντός των ορίων των ρεμάτων. Το 1992 αποτυπώνεται η ανάγκη της οριοθέτησης των ρεμάτων της Αττικής με Προεδρικό Διάταγμα ώστε να χαρακτηρίζονται διατηρητέου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος και με απόφαση του 1993 χαρακτηρίστηκαν 55 ρέματα ως ενδιαφέροντες φυσικοί σχηματισμοί οι οποίοι πρέπει να διατηρηθούν, και τέλος μόλις πριν 2 χρόνια με το νόμο 4528/2014 θεσμοθετήθηκε συγκεκριμένα η προστασία των οικοσυστημάτων των ρεμάτων, την αποκατάσταση τους και την πρόληψη της ποιοτικής τους υπόβαθμισης.Η καθυστέρηση στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της πολιτείας ώστε να κατανοήσει νομοθετικά την ιδιότητα, την υδρολογική λειτουργία και την περιβαλλοντική αισθητική των ρεμάτων ήταν χαρακτηριστική, και ακόμα χαρακτηριστικότερη η συνήθης τακτική της καταστρατήγησης και αδιαφορίας επί της ελληνικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα την αδιάκοπτη συνέχεια της περιβαλλοντικής κατακρεούργησης των ποταμίων κλάδων.
Η πρώτη μελέτη πραγματοποιήθηκε για το ρέμα Πεντέλης – Χαλανδρίου από τη Διεύθυνση Ειδικών Έργων Αναβάθμισης Περιοχών (ΔΕΕΑΠ). Η μελέτη είχε ως σκοπό, αξιολογώντας τα ρέματα ως σημαντικά οικοσυστήματα με ευεργετικές επιδράσεις στο αστικό περιβάλλον.
Ο Δήμος Βριλησσίων κατέχει ευνοϊκά τη γεωγραφική του οριοθέτηση στους δυτικούς πρόποδες του Πεντελικού όρους και την τύχη να διασχίζεται πολύ πριν την πολεοδόμηση του δήμου μας, από το ρέμα Πεντέλης-Χαλανδρίου. Το ρέμα υπόκειται έντονες πιέσεις από το αστικό περιβάλλον με αποτέλεσμα τη σταδιακή συρρίκνωση του. Παρά τις ασθένειες των πεύκων, τις καταπατήσεις, την πλημμελή συντήρηση της κοίτης και της όχθης και τις ελλείψεις στο σύστηµα πυροπροστασίας, το ρέµα αποτελεί έναν σηµαντικό πνεύμονα πρασίνου, τοπικής και υπερτοπικής σηµασίας (Συνήγορος του Πολίτη, Εφαρμογή του ΠΔ για την προστασία του χειμαρρικού ρέματος Πεντέλης-Χαλανδρίου, Πόρισμα, Υπόθεση /1999).
Η αδιαφορία και η πάγια αδράνεια για την εφαρμογή των θεσμοθετημένων ρυθμίσεων συντηρεί την ύπαρξη των αυθαίρετων κατασκευών και καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Η αρνητική αυτή εικόνα που παρουσιάζει ο υπαίθριος δημόσιος χώρος με την συνεχή υποβάθμιση του εναπομείναντος περιβαλλοντικού φυσικού περιβάλλοντος και η πάγια μη εναρμόνιση της αστικής λειτουργίας με τις περιβαλλοντικές παραμέτρους δημιουργεί το ουσιαστικότερο πλήγμα για ένα κοινωνικό ιστό, την αποθάρρυνση των κατοίκων από την καθημερινή χρήση (περιβαλλοντικές δραστηριότητες κ.α.) και οικειοποίηση των πολιτών με αυτό. Η πολιτική περιβαλλοντικής προστασίας που πρέπει να κυριαρχεί στην άσκηση δημοσίας διαχείρισης και θα ακολουθεί την εφαρμογή των θεσμοθετημένης περιβαλλοντικής νομοθεσίας θα πρέπει να διέπεται από τρεις βασικές αρχές: α) την οριοθέτηση-απογραφή-καταγραφή όλων των κλάδων του ποτάμιου συστήματος που διασχίζει τον αστικό ιστό β) προστασία, πρόληψη και μέτρα αποκατάστασης σε υποβαθμισμένα σημεία του ποτάμιου συστήματος γ) και αξιοποίηση του ως φυσικού στοιχείου στην πόλη.
Το 1995 η κοίτη και τα πρανή του ρέματος καθώς και οι παραρεμάτιες εκτάσεις του που βρίσκονται στις περιοχές των Δήμων Χαλανδρίου, Αμαρουσίου, Βριλησσίων, Μελισσίων, Νέας Πεντέλης και Πεντέλης, χαρακτηρίζονται με Π.Δ/γμα [ΦΕΚ 659/Δ/1995] ως προστατευόμενο τοπίο και προστατευόμενος φυσικός σχηματισμός, λόγω της ιδιαίτερης οικολογικής και αισθητικής του αξίας. Έχουν καθοριστεί δύο ζώνες προστασίας, η Ζώνη Α’ χαρακτηρίστηκε «προστατευόμενος φυσικός σχηματισμός», όπου επιτρέπονται µόνο ειδικές χρήσεις και σε καµία περίπτωση δεν προβλέπεται ανέγερση νέων οικοδομών ή υγειονομικές χρήσεις, ενώ η Ζώνη Β’ χαρακτηρίστηκε «προστατευόμενο αστικό τοπίο» και επιτρέπεται η χρήση αµιγούς κατοικίας, ενώ σε συγκεκριμένα οικόπεδα και η χρήση γενικής κατοικίας.
Μια περιβαλλοντική βιώσιμη πρόταση που αποτελεί και παράδειγμα πολλών ευρωπαϊκών προγραμμάτων είναι αυτή της εφαρμογής του στρατηγικού σχεδιασμού πράσινων-μπλε πλεγμάτων που συνδέουν μέσα σε ένα αστικό ιστό πράσινους και υδάτινους χώρους-στοιχεία της πόλης (ρεματα-παρκα κ.α.). Το πράσινο αυτό πλέγμα προϋποθέτει την οριοθέτηση των ποταμιών συστημάτων και χώρων πρασίνου και την βιώσιμη οικολογική σύνδεση μεταξύ τους σε χωρική και τοπική κλίμακα. Το πράσινο δίκτυο (που εφαρμόζεται στο Λονδίνο ως London Green Grid) [www.london.gov.uk/WHAT-WE-DO/environment/environment-publications/all-london-green-grid] θα προϋποθέτει την προστασία και συντήρηση της φυσικής οντότητας των φυσικών στοιχείων της πόλης, των ποτάμιων κλάδων στην προκείμενη περίπτωση , τη θωράκιση και διαμόρφωση των παρακείμενων χώρων κατά μήκος των ρεμάτων με δίκτυο πεζοδρόμων-μονοπατιών , την προστασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αυθαίρετης δόμησης και ρίψης υλικών των οριοθετημένων χώρων του ρέματος. Πρόκειται στην ουσία για την υλοποίηση πράσινων διαδρομών μέσω δικτύων κατά μήκος των φυσικών γραμμών των ποτάμιων ροών των ρεμάτων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία πεζοδρόμων-μονοπατιών και χώρων δενδροστοιχιών που θα συνδέουν μέσω μιας διαδρομής κατά μήκος των ρεμάτων-πάρκων τμήματα προαστίων και δήμων. Το όφελος θα είναι ουσιαστικό για τη βελτίωση του μικροκλίματος, τη συντήρηση του οικοσυστήματος μέσω αυτής “γέφυρας” πράσινων δικτύων μέσα στον αστικό ιστό και κυρίως της καθημερινής χρήσης των, μέσω πεζοπορίας και χρήσης ποδηλάτου από τους πολίτες.
*Ο Βασίλης Γ. Ηλιόπουλος είναι Γεωλόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Υδρογεωλογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθήνας, εκπονεί το διδακτορικό του στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και εργάζεται στην ΕΥΔΑΠ. Κατάγεται από την Γορτυνία και είναι μέλος στο Δ.Σ. του Συνδέσμου Αρκάδων Βριλησσίων. Είναι παντρεμένος και ζει στα Βριλήσσια.
Leave a comment