News Ticker

Τάκης Βουγιουκλάκης: Οι πιο πολύτιμες άγνωστες στιγμές του με την αγαπημένη του Αλίκη

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, οι συνεργασίες τους στο θέατρο και τον κινηματογράφο και η αγιάτρευτη πληγή της απώλειάς της.

Είναι μεσημέρι, τέλη Μαΐου του 1996. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη νοσηλεύεται σε μια σουίτα του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών. Έχει μόλις επιστρέψει από τη Βοστώνη όπου οι γιατροί έχουν κάνει την τραγική πρόβλεψη πως έχει μόνον λίγες ημέρες ζωής! Η ίδια όμως δεν γνωρίζει ακόμη για την σοβαρότητα του προβλήματος της υγείας της. Ελπίζει πως όλα θα πάνε καλά, θέλει να ζήσει. Περιμένοντας τον αδελφό της τον Τάκη να επιστρέψει από το ιατρικό συμβούλιο που εξέταζε την περίπτωσή της, λέει με το γνωστό πονηρό ύφος στην κοπέλα που ήταν μαζί της: ««Τώρα που θα έρθει ο Τάκης θα καταλάβουμε αν είναι καλά τα πράγματα γιατί το φαγητό τον περιμένει». Πράγματι, ο αδελφός της φθάνει σε λίγο. Τα νέα από τους γιατρούς είναι άσχημα, πολύ άσχημα. Κι όμως όταν του δίνουν το φαγητό του εκείνος, παρά το γεγονός ότι είναι φαρμακωμένος και δεν πάει μπουκιά κάτω, λέει σαν να μην συμβαίνει τίποτα: «Άντε μπράβο! Κι έχω μια πείνα…». Το έφαγε όλο, σκούπισε μέχρι και το πιάτο με το ψωμί για να μην καταλάβει η Αλίκη…! Το είχε πει άλλωστε πολλές φορές: «Η Αλίκη ήταν το alter ego μου. Έμεινα μισός όταν έφυγε».

Αυτός ήταν ο Τάκης Βουγιουκλάκης που έσβησε πριν λίγες ώρες, από ανακοπή καρδιάς, στα 82 του χρόνια. Ένας παντοτινός φύλακας άγγελος για την πολυαγαπημένη του αδελφή, το Αλικάκι του, την μεγαλύτερη Ελληνίδα σταρ. Τι κι αν ήταν πέντε χρόνια μικρότερός της. Για εκείνον ήταν πάντα η μία και μοναδική του αδελφή, εκείνη που πάλεψε από μικρή για να μεγαλώσουν καλά ο ίδιος και ο αδελφός τους, ο Αντώνης, που στάθηκε βράχος στο πλευρό της μητέρα τους όταν έχασε τον άνδρα της, κι έμεινε ολομόναχη στα 33 της με τρία μικρά παιδιά. Κι ας ήταν μόλις 9 ετών!

Ο Ιωάννης Βουγιουκλάκης, δικηγόρος και νομάρχης στην Αρκαδία, εκτελέστηκε από τους κομμουνιστές, αφού πρώτα βασανίστηκε φρικτά. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1943, στο Χάραδρο Κυνουρίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα για τη χήρα και τα τρία ορφανά παιδιά. Φτώχεια, ελλείψεις, δυσκολίες μεγάλες. Αλλά και στιγμές όμορφες, οικογενειακές, γεμάτες αληθινή αγάπη. Η περίοδος που έζησαν στο Μαρούσι, από το 1946 μέχρι το 1952 που επέστρεψαν στην Αθήνα, ήταν ξεχωριστά για τα τρία αδέλφια. «Το Μαρούσι τότε ήταν εξοχή. Παρότι είχαμε δύσκολη ζωή, υπήρχε αγνότητα. Το καλοκαίρι κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα! Φυτεύαμε μόνοι μας ντομάτες και άλλα ζαρζαβατικά. Είχαμε και κότες και μία κατσίκα! Ωραία περάσαμε στο Μαρούσι… Μάθαμε πολλά πράγματα για τη ζωή» διηγούνταν ο Τάκης Βουγιουκλάκης.

«Θα θυμάμαι για πάντα τις μέρες που ήμασταν παιδιά, οι τρεις μας με τη μητέρα μας. Πάντα αντιμετωπίζαμε την Αλίκη σαν την παιδούλα μας. Ήταν ένα κορίτσι σπιρτόζικο και πανέξυπνο, γεμάτο ανησυχίες. Είχε το χάρισμα να δίνει ζωή στα πάντα» παραδεχόταν και έφερνε στη μνήμη του μια σκηνή από τα παιδικά τους χρόνια που τού είχε θυμίσει εκείνη όταν νοσηλευόταν στο Ιατρικό Κέντρο, Τότε που ένας θείος τους τούς είχε φέρει μερικούς κύβους ζάχαρης και τα τρία αδέλφια έγλειφαν από λίγο κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα για να μην τελειώσει η γλύκα.

Η ζωή ωστόσο έδειξε στα τρία αυτά παιδιά από νωρίς το σκληρό της πρόσωπο. Η απώλεια του πατέρα τούς στιγμάτισε. Ειδικά την Αλίκη που ήταν η μεγαλύτερη κι ένιωθε πως οφείλει να πάρει τη θέση του, να κάνει ότι μπορεί για να προστατεύσει τους δύο μικρότερους αδελφούς της. Έσφιξε τα δόντια λοιπόν και συνέχισε, και πάλεψε και τα κατάφερε. Ο πόνος της πατρικής απώλειας όμως την συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής της. «Τελευταίες μέρες στο Ιατρικό Κέντρο μου ζήτησε να της πάω μια φωτογραφία του πατέρα μας για να την έχει δίπλα της. Ήταν μια πολύ χαρακτηριστική φωτογραφία με τον πατέρα να κοιτάει τη κάμερα σα να σε βλέπει» είχε αποκαλύψει ο Τάκης Βουγιουκλάκης.

Η Αλίκη μπήκε στη βιοπάλη από μικρή. Δούλευε κι έβγαζε χρήματα για να μπορέσουν να σπουδάσουν και ο Τάκης και ο Αντώνης, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τη δική της μόρφωση. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο ο Τάκης Βουγιουκλάκης έφυγε για τη Ρώμη. Επειδή δεν μπορούσε να μπει κατευθείαν στην Κινηματογραφική Ακαδημία, για την οποία απαιτούνταν πολύ καλή γνώση ιταλικών, γράφτηκε αρχικά στο τμήμα της κοινωνιολογίας. Για τα δύο επόμενα χρόνια διάβαζε ασταμάτητα προκειμένου να καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Τελικά από τα 78 άτομα που έδωσαν εξετάσεις κατάφερε να περάσει πρώτος και να μαθητεύσει στο πλευρό σπουδαίων δασκάλων.

Εκεί, στην Ιταλία γνώρισε την πρώτη του σύζυγο, την Μπέττυ, φοιτήτρια κι αυτή. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, παντρεύτηκαν πολύ γρήγορα κι απέκτησαν ένα γιο, τον Γιάννη. Μετά το τέλος των σπουδών τους, το 1963, επέστρεψαν στην Ελλάδα και σχεδόν αμέσως ο Τάκης έφυγε φαντάρος. Ήταν και οι δυο τους πολλοί νέοι, ο γάμος τους δεν κράτησε. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 20 ολόκληρα χρόνια από τότε μέχρι να συναντήσει  τη γυναίκα που έμελλε να τον συντροφεύσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, την ηθοποιό Έφη Πίκουλα. «Μόλις την είδα, είπα: «Τι έγινε; Από τον Όλυμπο κατέβηκαν οι θεές;» Τρελάθηκα! Και χωρίς να υπολογίσω τίποτα, έκανα μία και έκοψα ένα τριαντάφυλλο! Άρχισε να φωνάζει ο κηπουρός… έβγαλα ένα χιλιάρικο από την τσέπη και το κάρφωσα πάνω στο κομμένο κοτσάνι! Του το έδειξα και μου έκανε νόημα «ευχαριστώ»! Της το προσέφερα κι από κει αρχίσαμε» είχε αποκαλύψει ο ίδιος.

Η επαγγελματική διαδρομή

Η πρώτη δουλειά του Τάκη Βουγιουκλάκη ως βοηθού σκηνοθέτη ήταν στην δημοφιλή ταινία «Ο Ηλίας του 16ου», λίγο πριν φύγει στην Ιταλία για σπουδές, Μόλις επιστρέψει θα εργαστεί, από την ίδια θέση, για τις ανάγκες των γυρισμάτων της πασίγνωστης κωμωδίας «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» για να αναλάβει στη συνέχεια καθήκοντα παραγωγού στις ταινίες «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» και «Επιχείρηση Απόλλων».

Το 1969 τον καλεί ο Φίνος και του αναθέτει την πρώτη επίσημη σκηνοθετική του δουλειά στην ταινία «΄Ένα αστείο κορίτσι» με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ακολουθούν οι ταινίες Σ’ αγαπώ», «Η Αλίκη δικτάτωρ» και το «Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές», «Κατάσκοπος Νέλλη». Σε ερωτήσεις που δέχεται συχνά – πυκνά σχετικά με το αν η Αλίκη είναι δύσκολη στα γυρίσματα εκείνος απαντά πάντα αρνητικά με ένα γλυκό χαμόγελο.

Μετά το τέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου τόσο ο Τάκης όσο και η Αλίκη στρέφονται στο θέατρο. Το 1975 θα πάρουν το θέατρο του Πεδίου του Άρεως και θα ανεβάσουν τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Η πλατεία θα είναι καθημερινά γεμάτη! Έναν χρόνο αργότερα ο Τάκης στήνει το δικό του γραφείο παραγωγής ενώ συνεχίζει να σκηνοθετεί στο θέατρο. Παράλληλα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80 θα σκηνοθετήσει δεκάδες βιντεοταινίες με γνωστούς ηθοποιούς της εποχής. Και παρά το γεγονός ότι οι δουλειές εκείνες, στο σύνολό τους, χαρακτηρίζονταν πρόχειρες και αποκλειστικά εμπορικές ο ίδιος θα δηλώσει χρόνια αργότερα: «Έχουν λοιδορήσει τα βίντεο, αλλά υπήρξαν και καλές ταινίες! Εγώ ως σκηνοθέτης δεν μετανιώνω για καμία ταινία μου».

Η ξαφνική αρρώστια της Αλίκης, τον Απρίλιο του 1996, θα τον σοκάρει. Τα παρατάει όλα για να βρίσκεται διαρκώς στο πλευρό της. Προσπαθεί να πραγματοποιήσει κάθε επιθυμία της, να την προστατεύσει από την αρνητική δημοσιότητα, να της δώσει θάρρος ακόμη κι όταν γνώριζε πως ο αγώνας ήταν πλέον χαμένος. Ίσως είχε και ο ίδιος την ανάγκη να πιστέψει σ’ ένα θαύμα το οποίο, δυστυχώς, δεν έγινε. Η Αλίκη θα φύγει σπάζοντας έναν από τους τρεις ισόβιους κρίκους της  αλυσίδας που ένωναν τα τρία αδέλφια.

Μπορεί τα χρόνια να περνούσαν ο Τάκης Βουγικουκλάκης όμως δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά για την Αλίκη. Εκείνη που με την λάμψη της σκέπαζε τα πάντα αλλά αυτό όχι μόνον δεν τον έκανε να νιώθει μειονεκτικά αλλά τον γέμιζε με χαρά και περηφάνεια. Ήξερε άλλωστε καλά πως αδυναμία η αγάπη τους ήταν αμοιβαία. Τού το έδειχνε διαρκώς. Όπως εκείνα τα βράδια που μαζεύονταν στο σπίτι του και ζητούσε από την γυναίκα του να την αφήνει να τον περιποιηθεί η ίδια για αρχίσει να τραγουδά λίγο αργότερα, κάτω από τη φωτεινή πανσέληνο το «Θάλασσα Πλατιά». Κι όταν έφυγε, ο Τάκης, τα βράδια με πανσέληνο, συνέχιζε μέχρι το τέλος της ζωής του να βγαίνει στο μπαλκόνι και να σιγοψιθυρίζει το ίδιο τραγούδι…!

Πηγή: Πρώτο Θέμα